Ένα από τα ορατά αποτελέσματα της πανδημίας είναι, όχι μόνο η αύξηση των ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά και της βίας, της ενδοοικογενειακής βίας και, στη χώρα μας, των γυναικοκτονιών.
Η εγκυστωμένη ψυχοπαθολογία σε συνθήκες εγκλεισμού εκδηλώνεται ευχερέστερα.
Σύμφωνα με ανεπίσημα ακόμη στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, το 2020 υπήρξαν 31 υποθέσεις απόπειρας ανθρωποκτονιών μεταξύ πρώτου βαθμού συγγενών, δηλαδή σε επίπεδο πυρηνικής οικογένειας, από τις οποίες κατέληξαν σε θάνατο οι 15. Το 2021 υπήρξαν 58 ανάλογες υποθέσεις, από τις οποίες κατέληξαν σε θάνατο 34.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, συνέβησαν 17 γυναικοκτονίες μέσα στο 2021 και 12 μέσα στους 7 πρώτους μήνες του 2022.
Ο κόσμος, δικαιολογημένα, αναρωτιέται και απευθύνεται σε εμάς τους ειδικούς ψυχικής υγείας προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που μπορεί να ωθήσει έναν άντρα να σκοτώσει τη σύζυγο ή τη σύντροφο του.
Σε μια πατριαρχική κοινωνία όπως η ελληνική, παρά τον δήθεν εξευρωπαϊσμό της, ιδιαίτερα στην επαρχία και στις κλειστές κοινότητες, το να υπόκειται μια γυναίκα σε ταπείνωση, εξευτελιστικό έλεγχο της ιδιωτικής της ζωής, σε φυσική κακοποίηση, ψυχολογική βία και απομόνωση από το κοινωνικό της περιβάλλον, αποτελούν θέματα ταμπού, γκρίζες ζώνες, αντικείμενο ντροπής και επομένως απρόσφορα για αποκάλυψη.
Το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει ακόμη σήμερα μια διαζευγμένη γυναίκα σε περιοχές της επαρχίας, με κακεντρεχή υπονοούμενα για την σεξουαλική της ζωή, αποτελεί μια διαρκή πηγή ντροπής αλλά και ασυνείδητης αυτοενοχοποίησης.
Συχνά σε αυτό το πρότυπο σαδομαζοχιστικής σχέσης, θύτη-θύματος, γίνονται θεατές τα ίδια τα παιδιά του ζευγαριού αλλά και το οικογενειακό-φιλικό περιβάλλον το οποίο με τη σιωπηρή συνενοχή του ανατροφοδοτεί αυτή την επικίνδυνη τοξικότητα.
Στο συλλογικό ασυνείδητο τέτοιων κλειστών κοινωνιών και στην κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση για το ρόλο της γυναίκας, αυτή δεν μπορεί παρά να αποτελεί προέκταση ή εξάρτημα του κακοήθους ναρκισσισμού του άντρα, συνεπώς και αντικείμενο απόλυτου εξουσιαστικού ελέγχου.
Η πιθανή διαφοροποίηση της από αυτό το καταστροφικό μοτίβο της σχέσης μπορεί να επιφέρει την τελική λύση ως απάντηση: “Προκειμένου να φύγεις και να μη σε ελέγχω ή να ντροπιαστώ που δεν σε ελέγχω, τότε θα πάψεις να υπάρχεις”.
Το εσωτερικευμένο στίγμα σε συνδυασμό με τη συχνή απαίτηση του οικογενειακού περιβάλλοντος για “υπομονή και ανοχή στη βία” (μη διαλύσεις το σπίτι σου για λίγο ξύλο…) είναι τα πραγματικά και συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια που αποτρέπουν μια γυναίκα να ζητήσει βοήθεια στις κοινοτικές υπηρεσίες και στους τοπικούς θεσμούς.
Αλλά ποιες υπηρεσίες και ποιους θεσμούς σήμερα στη χώρα μας;
Είναι ακριβές ότι η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κα Μ. Συρεγγέλα, υπεύθυνη για την οικογενειακή πολιτική και τα θέματα ισότητας των φύλων, έχει κάνει κάποιες προσπάθειες για την κάλυψη του τεράστιου χάσματος μεταξύ πραγματικών αναγκών και θεσμικών απαντήσεων.
Η τηλεφωνική γραμμή 15900 και η γραμμή 197 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), η δημιουργία των συμβουλευτικών κέντρων για τέτοια προβλήματα και οι λιγοστοί ξενώνες για φιλοξενία γυναικών στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, είναι πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, παραμένουν αποσπασματικές, ανεπαρκείς για το σύνολο της επικράτειας και εν μέρει αναποτελεσματικές στο βαθμό που δεν συγκροτούν δίκτυο συνέργειας με τα 72 επιτελικά γραφεία ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ τα οποία δυστυχώς δεν έχουν επιχειρησιακή δράση, αλλά απλώς εποπτεύουν τον τρόπο λειτουργίας των αστυνομικών τμημάτων για τέτοια θέματα και κάνουν μια αδρή στατιστική καταγραφή χωρίς έρευνα σε βάθος.
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2021 με την ίδρυση πέντε γραφείων-τμημάτων ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ. στην Αθήνα και ενός στη Θεσσαλονίκη έγινε μια προσπάθεια να απαντηθεί ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα χωρίς άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό και με στελέχη τα οποία σε μεγάλο βαθμό υπηρετούν εκεί χωρίς τη θέληση τους (ΜΑΤ, τροχονόμοι κοκ).
Είναι προφανές ότι η σύντομη σεμιναριακού τύπου εκπαίδευση αυτών των στελεχών (όπως με την αξιόπιστη ΜΚΟ Διοτίμα) είναι ανεπαρκής προκειμένου να συνδεθούν με υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, τοπικής αυτοδιοίκησης, πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ψυχικής υγείας, νομικής υποστήριξης.
Κυρίως οι υπάρχουσες δομές είναι αδύναμες να αποκωδικοποιούν τα αιτήματα, άμεσα και έμμεσα, φοβισμένων και καταπιεσμένων γυναικών που ζουν σε συνθήκες ακραίας ανασφάλειας. Πολύ περισσότερες είναι ανίκανες να παρέμβουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιχειρησιακά και νομικά η εν δυνάμει επικινδυνότητα του δράστη.
Συμπέρασμα: Πρέπει να επικαιροποιηθεί επιχειρησιακά, επιστημονικά, εκπαιδευτικά και ερευνητικά το εθνικό σχέδιο για την έμφυλη βία, ενσωματώντας καλές πρακτικές του εξωτερικού και προχωρώντας σε προσλήψεις εξειδικευμένων στελεχών (ψυχολόγων, ψυχιάτρων, νομικών, κοινωνικών λειτουργών, αστυνομικών) με διεπιστημονική συνεργασία σε κάθε νομό της χώρας.
Τα ΜΜΕ, πέρα από την δραματοποιημένη παρουσίαση τέτοιων φοβερών συμβάντων, πρέπει, επιτέλους, να επιτελέσουν έναν ουσιαστικό παιδευτικό ρόλο αναλαμβάνοντας την κοινωνική τους ευθύνη και εγκαταλείποντας μια κουλτούρα προχειρότητας, επιδερμικότητας και εντυπωσιοθηρίας
Τηλεγραφικές παρεμβάσεις του λεπτού από ειδικούς και δήθεν τηλεδιαγνώσεις, πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν.
Ούτε όλα συγχωρούνται, ούτε όλα συμψηφίζονται και ούτε όλα επιτρέπονται μέσα από μια φτηνή κομματική αντιπαράθεση με το μανδύα της δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας.
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής – ομαδικός αναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επ. πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ.