Στη χώρα μας, όπως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρατηρείται μεγάλος δισταγμός, αμφιθυμία, σκεπτικισμός, ακόμη και απόλυτη άρνηση, απέναντι στον εμβολιασμό προκειμένου να χτιστεί το επιθυμητό και αναγκαίο τείχος ανοσίας.
Δυστυχώς, στη δημόσια συζήτηση παρατηρείται έλλειψη διαφοροποίησης της μάζας των ανεμβολίαστων μεταξύ επιφυλακτικότητας, αμφιβολίας, δυσπιστίας, ελλείμματος εμπιστοσύνης και οργανωμένων θεωριών συνωμοσίας και καθολικής άρνησης.
Είναι μείζον λάθος στην ανάλυση αυτών των συμπεριφορών η ομογενοποίησή τους, με αποτέλεσμα τη στοχοποίηση και τον διασυρμό όσων δεν συμμορφώνονται και κατά συνέπεια την ενίσχυση των αντιστάσεων στον ορθολογισμό.
Ο εθισμός της ελληνικής κοινωνίας σε απλουστευτικές διχοτομήσεις και διχαστικά διλήμματα αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κατανόηση των συναισθηματικών αντιδράσεων των συμπολιτών μας που δεν εμβολιάζονται και διαβρώνει την καχεκτική εμπιστοσύνη μεταξύ θεσμών και πολιτών για τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.
Με βάση ερευνητικά εργαλεία της κοινωνικής ψυχολογίας, σχετικά με το φαινόμενο της πειθούς και τη μειονοτική επιρροή έχουν παρατηρηθεί –με ερευνητική τεκμηρίωση–, σχηματικά, τα εξής:
• Υπάρχει μεγάλη διαφορά στη μετάδοση ενός μηνύματος ανάλογα με την αντίληψη για την πηγή: Σημαντική επίδραση έχουν η ανυστεροβουλία της πηγής, το target group στο οποίο απευθύνεται, η πρόθεσή της να πείσει και όχι να υποχρεώσει. Όλα αυτά μπορούν να ενεργοποιήσουν μια στάση μεταξύ αποδοχής και απόρριψης και ανάμεσά τους να μεσολαβεί ένα μεγάλο περιθώριο αδιαφορίας (Παπαστάμου, 2008).
• Συνεπώς, όταν χρησιμοποιείται ως επιχείρημα ο φόβος ή η απειλή, όπως αυτή της πανδημίας, αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να παραμείνει το ακροατήριο σε κατάσταση συγκινησιακής έντασης, την οποία οι καθησυχαστικές συμβουλές και η επίκληση της «θρησκείας της επιστήμης» μπορεί να μην κατορθώσουν να ανακουφίσουν.
• Αν δεν λάβουμε υπόψη στη διαδικασία πειθούς το περιθώριο αδιαφορίας, όταν προκαλείται ένας δυνατός φόβος, ο οποίος δεν καταπραΰνεται από καθησυχαστικά μηνύματα, τότε το ακροατήριο θα αποκτήσει κίνητρα για να αγνοήσει ή να ελαχιστοποιήσει τη σημασία της απειλής.
• Σε αυτή την ελαχιστοποίηση προστίθεται και το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και ιδιαίτερα προς την κυβέρνηση για τη χρήση των προσωπικών δεδομένων η οποία μπορεί να γίνει εις βάρος των ατομικών ελευθεριών και της δημοκρατίας.
Η κυρίαρχη αντίληψη στον κόσμο, περισσότερο στις προηγμένες χώρες, είναι ότι δεν του αρέσει να τον μετρούν και να τον καταλογοποιούν.
Παρατηρείται το παράδοξο, σε σχέση με την πολιτική των εμβολιασμών, εκεί όπου υπάρχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αναπτυγμένα συστήματα υγείας, π.χ. στη Γαλλία, να εκδηλώνεται μεγαλύτερη διστακτικότητα και αμφιθυμία ως προς τη χρήση των προσωπικών δεδομένων και την εκμετάλλευσή τους από την Big PHARMA και τις πολυεθνικές.
Αξίζει να προσθέσουμε την ισχυρή έλξη την οποία παράγουν τέτοιες συμπεριφορές «αντί» σε μια κοινωνική μειονότητα μέσα σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα, η οποία έτσι καθίσταται ορατή μέσα στο κοινωνικό σώμα και ενισχύει τη συνεκτικότητά της με ακλόνητη αυτοπεποίθηση και σιγουριά, ειδικότερα όταν εμφανίζεται να απορρίπτει δημοσίως την κυρίαρχη θέση.
Άτομα με ρευστή κοινωνική ταυτότητα τα οποία κατακλύζονται από καταδιωκτικά άγχη, αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το μέλλον είναι πιο επιρρεπή στο να εξουσιοδοτήσουν τους χαρισματικούς «αρχηγούς» της μειοψηφίας ώστε να υποστηρίξουν τη μειονοτική θέση και επομένως την «ηθική δικαίωσή» τους.
Απέναντι σε αυτές τις θορυβώδεις μειοψηφίες η έννομη και ενεργή πλειοψηφία μπορεί να υιοθετήσει δύο αντιθετικές στάσεις:
• μια στάση εχθρότητας ή απόρριψης και
• μια στάση σαγήνης και έλξης.
Συνεπώς, οι ενεργές μειονότητες θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμφιθυμία και στα ίδια τα μέλη τους και στο ακροατήριό τους και η αμφιθυμία αυτή θα ενίσχυσε τον κρυφό τους αντίκτυπο (Moscovici, 1994).
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, το ερώτημα είναι πώς μπορούν να οικοδομηθούν επίπεδα εμπιστοσύνης απέναντι στις θεμελιώδες παρανοήσεις-καχυποψία-στρεβλώσεις.
Η εμπιστοσύνη εξαρτάται από τις εξής παραμέτρους:
• Επιστημονική ενημέρωση
• Επίδραση των μεγάλων πολυεθνικών-φαρμακευτικών
• Εμπλοκή των επαγγελματιών υγείας
• Κυβερνήσεις
Το χτίσιμο μιας αλυσίδας εμπιστοσύνης εξαρτάται από τη συνοχή των μηνυμάτων τα οποία εκπέμπονται σε αυτά τα τέσσερα επίπεδα.
Το ελληνικό παράδειγμα
Ενώ η διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας υπήρξε υποδειγματική, με την εμβληματική συμβολή του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος όχι μόνο εξέπεμπε ένα καθαρό και αξιόπιστο επιστημονικό μήνυμα αλλά το πλαισίωνε με ισχυρή συναισθηματική νοημοσύνη και ενσυναίσθηση, στη συνέχεια τα μηνύματα και τα μέτρα έγιναν αντιφατικά, συγχυτικά, ασαφή, με βαθύ έλλειμμα νοηματοδότησής τους.
Αυτό που συστηματικά παρατηρήθηκε και βιώθηκε ως ασυναρτησία είχε δραματική επίδραση στην πειθώ και συνέτεινε στην έλλειψη κατανόησης των αντιστάσεων των πολιτών (ο θόρυβος, οι φήμες και οι θεωρίες συνωμοσίας έφεραν αρνητική συγκινησιακή επιμόλυνση σε σύγκριση με την αρχική καθαρότητα των μηνυμάτων).
Η στοχοποίηση των ανεμβολίαστων, ως κοινωνικά ανεύθυνων, «ψεκασμένων» ή αρνητών της πανδημίας, ενισχύει τον διχασμό, τον στιγματισμό, την οργή και τις άλογες συναισθηματικές αντιδράσεις.
Ποια είναι μια σύγχρονη αποτελεσματική στρατηγική για να αντιμετωπιστεί ένα τόσο πολύπλοκο κοινωνικό πρόβλημα το οποίο έχει άμεσες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία;
Είναι πολύτιμη η εμπειρία της Αμερικανίδας κοινωνικής ανθρωπολόγου Hedi Larson (New Yorker, 12/6/2021), η οποία έχει συνεργαστεί συστηματικά με τον ΠΟΥ και με κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών στο πλαίσιο του «vaccine confidence project»:
• Η οικοδόμηση μιας αλυσίδας εμπιστοσύνης (και όχι συμμόρφωσης) απαιτεί τη συμμετοχή όλης της κοινωνίας μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία να χρησιμοποιεί τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα της digital science, πολιτικής επιστήμης, τεχνητής νοημοσύνης, ψυχολογίας, στατιστικής, επιδημιολογίας και experts των social media και των ΜΜΕ.
• Τα μηνύματα τα οποία πρέπει να εκπέμπονται, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο και μέσα από την ενίσχυση της επικοινωνιακής επίδρασης των τοπικών «influencers» (οικογενειακοί γιατροί, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ιερείς, στελέχη τοπικής αυτοδιοίκησης, πρόσωπα δημοφιλή ή υψηλού κύρους και εκπρόσωποι μειονοτήτων), πρέπει να είναι μηνύματα πειθούς, αλληλεγγύης, αγάπης και κατανόησης, όχι μηνύματα εξαναγκασμού και εκφοβισμού.
• Αυτοί οι πολύτιμοι κοινωνικοί διαμεσολαβητές-influencers πρέπει να αποδομούν με ήπιο τρόπο τα ανορθολογικά επιχειρήματα, χωρίς ωστόσο να αποδίδουν «θρησκευτική» απόλυτη ισχύ στα επιστημονικά δεδομένα. Η τακτική πόρτα-πόρτα σε τοπικό επίπεδο είναι η μόνη πραγματικά αποτελεσματική, εφόσον την προσωπική επαφή αναλαμβάνουν τα κατάλληλα πρόσωπα με το κατάλληλο μήνυμα.
Η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης είναι η προϋπόθεση για την οικοδόμηση του τείχους ανοσίας.
Καλές πρακτικές σε τοπικό επίπεδο υπάρχουν στη χώρα μας (τα ποσοστά εμβολιασμού ανά περιοχή δείχνουν πολλά) ερήμην της κεντρικής εξουσίας και των μεγαλοπαραγόντων που κάνουν ατελέσφορα κηρύγματα, καλλιεργώντας πόλωση και διχασμό.
Η προσωπική μου εμπειρία διαχείρισης δύσκολων ψυχιατρικών περιστατικών στην κοινότητα δείχνει ότι οι αντιστάσεις δεν κάμπτονται με την καταγγελία «ρατσιστικών» συμπεριφορών και με «ηρωικές» διακηρύξεις για τα δικαιώματα και το πολιτικά ορθό, αλλά με υπομονετική διαπραγμάτευση, σκληρή δουλειά, σεβασμό στο αξιακό σύστημα του άλλου, κατανόηση του ανοίκειου στην κοινότητα.
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής – ομαδικός αναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επ. πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ.