Για όσους έχουμε αφιερωθεί στην κοινοτική ψυχιατρική και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, αυτών που δεν έχουν φωνή, η απόφαση του υπουργείου Υγείας για απαγόρευση της συνταγογράφησης φαρμάκων, θεραπευτικών πράξεων και εξετάσεων από ιδιώτες γιατρούς ήταν μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη στην πολύπαθη διαδρομή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας.
Οι ασθενείς που εξυπηρετούνται δωρεάν στις δομές μη κερδοσκοπικών ΝΠΙΔ (όπως η ΕΠΑΨΥ) που ανήκουν στον ευρύτερο τομέα δημόσιας ψυχικής υγείας υποφέρουν συνήθως από βαριές ψυχικές νόσους (ψυχώσεις, διπολική διαταραχή, άλλες σοβαρές ψυχικές αναπηρίες) που τους έχουν θέσει εκτός παραγωγικής διαδικασίας και συχνά σε κατάσταση απορίας.
Με άλλα λόγια, πολλοί από αυτούς, αν όχι οι περισσότεροι, είναι ανασφάλιστοι. Και στο εξής θα πρέπει να πάνε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο ή κέντρο υγείας του ΕΣΥ για να τους συνταγογραφήσουν την αγωγή που θα έχουν συμφωνήσει μαζί μας. Πιθανότατα θα ταλαιπωρηθούν για να βρουν ραντεβού και σίγουρα θα πρέπει να συνεννοηθούν με έναν γιατρό που δεν θα ξέρει τίποτα γι’ αυτούς, για το παρελθόν τους, για τη μάχη που δίνουν να ανακάμψουν. Ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές, όπως σε πολλές νησιωτικές και απομονωμένες αγροτικές περιοχές, που καλύπτονται από κινητές μονάδες ψυχικής υγείας ΝΠΙΔ, δεν υπάρχει καμία δημόσια δομή ψυχικής υγείας.
Οι ανασφάλιστοι ασθενείς μας δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσουμε γιατί η θεραπευτική συμμαχία μαζί μας δεν μπορεί να τους προστατεύσει από την επαφή με ένα απρόσωπο σύστημα υγείας που θα τους αντιμετωπίσει σαν αριθμούς σε μια λίστα αναμονής, χωρίς καμία εξατομικευμένη φροντίδα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός ψυχικής υγείας για να αντιληφθεί ότι η σχέση εμπιστοσύνης του γιατρού με τον ψυχικά ασθενή παίρνει πολύ χρόνο για να χτιστεί, έχει επώδυνες παλινωδίες και είναι καθοριστική για την έκβαση της θεραπείας του. Από αυτή τη σχέση εξαρτάται η ουσιαστική συνεργασία του λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας για τη μη διακοπή της φαρμακευτικής του αγωγής, η συμμαχία της θεραπευτικής ομάδας με την οικογένεια του ασθενούς για να επιτευχθούν οι θεραπευτικοί και αποκαταστασιακοί στόχοι, η επιμονή του και η πίστη σε μια προσπάθεια που είναι δύσκολη και κάποιες φορές εξαιρετικά επίπονη.
Για να φτάσουν σ’ εμάς, έχουν συνήθως περάσει πολλά: έχουν νοσηλευτεί, συχνά με εισαγγελική παραγγελία, έχουν αλλάξει θεραπευτικά σχήματα, έχουν βιώσει τη ματαίωση της υποτροπής, έχουν αντιμετωπίσει εσφαλμένες διαγνώσεις, κακές πρακτικές, υπερσυνταγογραφήσεις, σκληρά βιοϊατρικές προσεγγίσεις.
Βρήκαν ένα αξιοπρεπές πλαίσιο κοινοτικής ψυχιατρικής φροντίδας, με σεβασμό στα δικαιώματα και στην προσωπικότητά τους, και τώρα σπρώχνονται πάλι στο περιθώριο, σαν οι παρίες ενός συστήματος δημόσιας υγείας που δεν τους «χωράει».
Η οδύνη της ψυχικής ασθένειας μπορεί να καταλήξει πιο υποφερτή από την οδύνη που τους προκαλεί η τυφλότητα της πολιτείας. Γιατί οι πάσχοντες μπορούν να παλέψουν για να κερδίσουν μια αξιοπρεπή ζωή, ενώ απέναντι σε αποφάσεις όπως αυτή δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Εμείς δεν μπορούμε να τους εξηγήσουμε γιατί δεν μπορούμε πια να τους συνταγογραφούμε και αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν.
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής – ομαδικός αναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επ. πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ.
**Ο Δημήτρης Γαλάνης είναι κοινωνικός λειτουργός, πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ.