«Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη τροφής και στέγης. Φτώχεια είναι το να αισθάνεσαι Κανένας, το να στερείσαι ταυτότητας. Η μουσική, το να είσαι πρωταγωνιστής σε μια ορχήστρα, το να παίζεις, να τραγουδάς, δημιουργεί στο παιδί μια αυτοεκτίμηση, μια υγιή και ωραία περηφάνια που το βγάζει από τη φτώχεια… αυτό το μήνυμα φτάνει και στην οικογένεια. Και η οικογένεια ενσωματώνεται στο πρόγραμμα, έρχονται στις συναυλίες, καλούν τους γείτονες, καλούν τον ξάδελφο, τον θείο, είναι περήφανοι που βλέπουν το παιδί τους να παίζει».
«El Sistema – Σώζοντας ζωές», ντοκιμαντέρ, Γ. Αυγερόπουλος, Εξάντας, 2011-2012
Ο μουσικός José Antonio Abreu ξεκίνησε το 1975 τη διδασκαλία και συλλογική πρακτική άσκηση μουσικής, σε πλαίσιο ορχήστρας, ως μέσο κοινωνικής οργάνωσης και ατομικής ανάπτυξης. Η προσπάθεια, που πήρε το όνομα «El Sistema», ξεκίνησε με 11 παιδιά σε μια γειτονιά της Βενεζουέλας όπου η φτώχεια, η βία και ο κοινωνικός αποκλεισμός κυριαρχούσαν. Αναπτύχθηκε σιγά σιγά σε «πυρήνες» μέσα στις κοινότητες και έφτασε στις μέρες μας να έχει πλέον επεκταθεί σε πολλές χώρες, ολόκληρου του κόσμου. Το 2017 δημοσιεύτηκε από τον X. Alemán μία επιστημονική μελέτη που με την πλέον αξιόπιστη πειραματική μεθοδολογία κατέδειξε τη θετική επίδραση της δράσης στην ψυχική υγεία των παιδιών που συμμετέχουν σε αυτήν. Τα παιδιά εγγράφονται στους «πυρήνες» της γειτονιάς, το μουσικό όργανο τους δίνεται δωρεάν και οι γονείς έχουν την υποχρέωση να πληρώνουν μια ελάχιστη συνδρομή. Ο μαθητής δεν διδάσκεται όπως γίνεται συνήθως, κυρίως μόνος του, βρίσκεται ενταγμένος σε μια μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και μαθαίνει παίζοντας. Αν ένα παιδί απουσιάσει από τις συναντήσεις, κάποιος από τον «πυρήνα» θα το αναζητήσει στο σπίτι του. Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, όπως καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ του Γ. Αυγερόπουλου, περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο τη φιλοσοφία, την πρακτική και τον αντίκτυπο του προγράμματος στα παιδιά που εντάσσονται σε αυτό, αλλά και στην ευρύτερη κοινότητα όπου ανήκουν. Η τέχνη, ο κινηματογράφος και η μουσική μάλλον δεν περιγράφουν απλώς, μας μεταφέρουν βιωματικά ό,τι οι ειδικοί προσπαθούν να περιγράψουν μιλώντας για την ψυχική υγεία σε έναν κόσμο ανισοτήτων.
Η πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παραμένει άνιση. Το 75%-95% των ατόμων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος δεν έχει καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ενώ και σε χώρες υψηλού εισοδήματος η πρόσβαση δεν είναι πολύ καλύτερη. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας παγκόσμιας κρίσης που διευρύνει τις ανισότητες –οικονομικές, κοινωνικές και υγείας– καταλήγει η Dr Ingrid Daniels, καλώντας σε δράση, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, με αφορμή την ανακήρυξη της θεματικής της Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας για το 2021 (WFMH President Dr I.Daniels 2021).
Η ανισότητα δεν αφορά μόνο την πρόσβαση σε υπηρεσίες και τα θέματα στιγματισμού και διακρίσεων έναντι των ψυχικά πασχόντων. Ανισότητες υπάρχουν μεταξύ κρατών, αλλά και σε τοπικό επίπεδο, μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Ερευνητικά δεδομένα έχουν σταθερά καταδείξει ότι οι ανισότητες σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την επιδείνωση των δεικτών υγείας, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας. Η συσχέτιση αυτή δεν πρέπει να αποδοθεί βιαστικά, αποκλειστικά ή κατά μείζονα λόγο στη δυσχερέστερη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Η Έκθεση Ισότητας στην Υγεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δείχνει, αντίθετα, ότι το 90% των ανισοτήτων στην υγεία μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα οικονομικής ανασφάλειας, διαβίωσης σε κακής ποιότητας κατοικίες και γειτονιές, κοινωνικού αποκλεισμού και έλλειψης ή κακών συνθηκών εργασίας. Μόνο το 10% αποδίδεται στην ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Γενικά, όσο χαμηλότερη είναι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός ατόμου, τόσο αρνητικότερες είναι οι επιπτώσεις στην υγεία του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στον πληθυσμό των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε., «καλή» ή «πολύ καλή» χαρακτηρίζει την υγεία του το 61% του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 80% για το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού. Ο δείκτης αυτός, αντίληψης της κατάστασης της υγείας του από το ίδιο το άτομο, θεωρείται ο πλέον ευαίσθητος και αξιόπιστος δείκτης περιγραφής της κατάστασης της υγείας ενός πληθυσμού. Άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από συγκεκριμένες ασθένειες. Ενδεικτικά, σε αυτά ο κίνδυνος εμφάνισης κατάθλιψης είναι 3 φορές μεγαλύτερος και σακχαρώδη διαβήτη 2 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με άτομα υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου.
Εκτός από τη φτώχεια, την ανεργία και το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, οι κοινωνικές σχέσεις συνδέονται σταθερά με την ψυχική υγεία. Οι διακρίσεις, ο αποκλεισμός και η κοινωνική περιθωριοποίηση, λόγω καταγωγής, φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής ασθένειας ή αναπηρίας, εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών. Η αρνητική επίπτωση στην ψυχική υγεία των ευάλωτων ομάδων συνδέεται τόσο με την εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού όσο και με την πιθανότερη έκθεση σε αντίξοες εμπειρίες κατά την παιδική και την ενήλικη ζωή. Στις αντιξοότητες περιλαμβάνονται η έκθεση σε τραυματικά γεγονότα, η σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, η ενδοοικογενειακή βία, οι συνθήκες εκφοβισμού και τα εγκλήματα μίσους.
Οι ανισότητες που αφορούν το περιβάλλον όπου οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται αναδεικνύονται τελευταία ως ανεξάρτητος παράγοντας που επιδρά στην ψυχική υγεία. Το δυσμενές αστικό περιβάλλον, οι υποβαθμισμένες γειτονιές με ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης και μεταφοράς και με περιορισμένους χώρους πρασίνου, αποτελούν οικολογικούς παράγοντες κινδύνου για την ψυχική υγεία.
Σε επίπεδο χώρας, υψηλότερα επίπεδα εισοδηματικών ανισοτήτων συνδέονται με υψηλότερη επικράτηση προβλημάτων ψυχικής υγείας. Καθώς οι χώρες γίνονται πλουσιότερες αλλά η κατανομή του πλούτου παραμένει άνιση, η συχνότητα των ψυχικών διαταραχών αυξάνεται. Η συνολική αύξηση του πλούτου μιας χώρας και ο μεγαλύτερος προϋπολογισμός των υπηρεσιών υγείας βοηθούν αλλά δεν επαρκούν για να απαντήσουν συνολικά στο πρόβλημα. Η τεκμηριωμένη επίδραση κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών παραγόντων στην ψυχική υγεία επιβάλλει τη συμπερίληψη δράσεων που να στοχεύουν απευθείας στην άμβλυνση των σχετικών ανισοτήτων. Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, απαιτεί μια ευρύτερη κινητοποίηση και συνέργεια. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να λειτουργήσουν κυρίως ως καταλύτες κατανόησης, ανάδειξης του προβλήματος και συντονισμένης δράσης, ως μοχλοί κινητοποίησης των δυνάμεων της κοινότητας, ως κρίκοι σύνδεσης του δικτύου.
Οι προτεινόμενες δράσεις, σύμφωνα με την έκθεση του Mental Health Foundation (2020) «Tackling social inequalities to reduce mental health problems: How everyone can flourish equally», αναπτύσσονται σε τρεις επάλληλους κύκλους: στα δομικά μέτρα, στην ενδυνάμωση της κοινότητας και στην ενίσχυση ατόμων και ομάδων. Τα δομικά μέτρα αφορούν δράσεις για την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, τον περιορισμό της φτώχειας, της ανεργίας, της βίας, των διακρίσεων, των προβλημάτων στέγασης. Η κοινότητα ενδυναμώνεται με δραστηριότητες που διευκολύνουν την κοινωνική διασύνδεση, βελτιώνουν το περιβάλλον της, προωθούν τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και ευαισθητοποιούν τους ανθρώπους για τους παράγοντες κινδύνου και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους υποστήριξης της ψυχικής υγείας και ευημερίας. Η ενίσχυση ατόμων και ομάδων απευθύνεται ιδιαίτερα σε άτομα που λόγω της ανισότητας βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν προβλήματα ψυχικής υγείας ή ήδη εμφανίζουν ψυχική επιβάρυνση. Η δυσχερής ένταξη και η πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής φοίτησης, για παράδειγμα, είναι φαινόμενα άμεσα συνδεδεμένα με τις ανισότητες και αυξάνουν σημαντικά τους κινδύνους για την ψυχική υγεία. Ένα κορίτσι μεταναστών, σε μια οικογένεια χαμηλού εισοδήματος και μορφωτικού επιπέδου, που ζει σε μια υποβαθμισμένη, απομονωμένη γειτονιά, με φτωχό κοινωνικό δίκτυο, εκτεθειμένο σε αυξημένη βία και εγκληματικότητα, που φοιτά σε ένα εγκαταλελειμμένο σχολικό συγκρότημα, παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσει προβλήματα ψυχικής υγείας και να εγκαταλείψει το σχολείο ή αντίστροφα. Συντηρείται έτσι ο φαύλος κύκλος των αλληλοτροφοδοτούμενων παραγόντων που απειλούν την ψυχική του υγεία και τη γενικότερη ευημερία του. Είναι σαφές ότι μια παρέμβαση, για να είναι ολοκληρωμένη και κατά το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματική, απαιτεί συνεργικές δράσεις και στα τρία επίπεδα – δομικό, κοινότητας και ατόμου.
Η δράση «El Sistema» αναπτύσσεται σε μια τοπική κοινότητα με σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και απευθύνεται στον πλέον ευάλωτο πληθυσμό, τα παιδιά, που αντιμετωπίζουν καθημερινά αντιξοότητες ευθέως συνδεδεμένες με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας στην ενήλικη ζωή. Υπερβαίνει τα οικονομικά εμπόδια και δίνει την ευκαιρία της συμμετοχής σε μια οργανωμένη δραστηριότητα, όπως ένα μουσικό σύνολο, που πριν ήταν απρόσιτη. Λειτουργεί σαν πυρήνας, σαν σημείο αναφοράς εντός της κοινότητας, κινητοποιεί πόρους, προσφέρει τον χώρο ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων και δικτύων των παιδιών, σε συνέχεια των γονιών τους και ευρύτερα της κοινότητας. Η πολύπλευρη επιστημονική μελέτη του μοντέλου, η δημοσιότητα και η μεταφορά του, προσαρμοσμένου στις ανάγκες κάθε τόπου, σε παγκόσμια κλίμακα, ολοκληρώνουν την επιτυχία του. Μένοντας μακριά από εξιδανικεύσεις και μονοσήμαντες απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα, το «El Sistema» συγκεντρώνει πολλά στοιχεία ενός παραδείγματος, φιλοσοφίας και δράσης για μια καλύτερη ψυχική υγεία σε έναν κόσμο με μεγάλες ανισότητες.
«Η μουσική, επειδή είναι αόρατη, έχει τη δυνατότητα να εισχωρεί στην ψυχή… όχι μόνο στην ψυχή του ατόμου αλλά και στη συλλογική ψυχή». J.A. Abreu
*Ο Δημήτρης Τριβέλλας είναι ψυχίατρος, επ. υπεύθυνος του Κέντρου Ημέρας «Franco Basaglia» της ΕΠΑΨΥ.