Ο Νίκος Τζαβάρας είναι ήδη μια ιστορική προσωπικότητα της ελληνικής ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης. Υπήρξε πρόεδρος και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Αυτή η σύζευξη, της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, καθόρισε την πορεία και τη σκέψη του. Προλόγισε το «Εγχειρίδιο ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής» (εκδόσεις Τόπος) που επιμελήθηκε ο συνάδελφος και φίλος του Στέλιος Στυλιανίδης, γιατί μοιράζονται την ίδια αγωνία: Πώς μπορεί η ψυχιατρική να συμβάλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου που πάσχει και πώς μπορεί να ξεπεραστεί η δυσφορία εντός της ψυχιατρικής που απορρέει κυρίως από την αναστολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Το «Εγχειρίδιο ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής», το οποίο προλογίσατε, είναι ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα; Απευθύνεται αποκλειστικά σε φοιτητές ή σε ευρύτερο κοινό;
Το συλλογικό αυτό σύγγραμμα είναι ένα διδακτικό και φιλόδοξο πόνημα το οποίο θέλει να καλύψει –και το επιτυγχάνει– το πλήθος των όψεων μιας ψυχοδυναμικά προσανατολισμένης ψυχιατρικής. Εντούτοις, το εύρος των επιμέρους εργασιών ορθώς υπερβαίνει τα όρια του βασικού του προσανατολισμού, καθώς τόσο οι παραδόσεις της κλασικής κλινικής ψυχοπαθολογίας όσο και ο πλέον προφανής συγκαθορισμός της ψυχιατρικής έρευνας από τη βιολογία υπό την ευρύτερη έννοια διεισδύουν και διαμορφώνουν τις απορίες της ψυχοδυναμικής θεώρησης. Αυτού του είδους ο πλουραλισμός, που εκκινεί και δεν αποκρύπτει έναν αρχικό σχεδιασμό, είναι απαραίτητος για τη μεθοδολογική θωράκιση και την εκπαιδευτική ενημέρωση των φοιτητριών και φοιτητών στους οποίους απευθύνεται. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως η σειρά των πραγματειών που περικλείει δεν θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού αναγνωστών, ψυχολόγων και ψυχιάτρων, καθώς πληρούν συχνά με εύληπτο τρόπο κενά της ελληνικής βιβλιογραφίας. Νομίζω πως αυτό το εύχρηστο, αλλά και σε ορισμένα του σημεία δύσκολο, εγχειρίδιο θα προσφέρει γενικότερους ερεθισμούς στον ψυχιατρικό διάλογο. Βέβαια, επιθυμία μιας ψυχιατρικής που αποβλέπει στη διαμόρφωση ενός διευρυμένου διαλόγου εντός της κοινωνίας γύρω από τον ψυχισμό των πολιτών είναι και η πρόσληψη της κριτικής που θα ασκηθεί κατά των αδυναμιών του έργου της. Τόσο των γενικότερων μεταβολών που προτείνει όσο όμως και των θεωρητικών της απόψεων που προβάλλονται όπως λ.χ. από αυτό το εγχειρίδιο. Ένας σημαντικότατος λόγος να διαβαστεί, και μπορεί να κατανοηθεί και από τους μη ειδικούς, ώστε να προκύψουν κριτικές απορίες. Είναι λάθος να εγκλωβίζουμε την ψυχιατρική στην απομόνωση της επιστημονικής αυθεντίας. Τα επιμέρους κεφάλαια δεν απλουστεύουν τα θέματα που θίγουν, εντούτοις εκθέτουν με σαφήνεια στους αναγνώστες καταστάσεις που τους αφορούν.
Είναι σωστό να πει κανείς ότι επιχειρείται η σύνθεση του ατομικού με το κοινωνικό στην ψυχιατρική;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως αυτή η σύνθεση που ορθά υπαινίσσεστε δεν είναι απλώς και μόνον ένα ιδεολόγημα προοδευτισμού, αλλά αποτελεί μια αδήριτη μεθοδολογική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του συνόλου της ψυχιατρικής. Η κοινωνική διάσταση των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων –όπως κατ’ επανάληψη υποδηλώνει ο κλινικός και θεωρητικός ορίζοντας του εγχειριδίου– δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιγραφής δίχως τη χρήση της ατομικής ψυχολογίας – και αντιστρόφως. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει ο Φρόυντ στην «Ψυχολογία των Μαζών», η ίδια η ψυχανάλυση είναι εξαρχής κοινωνική ψυχολογία. Κατ’ αναλογία, ήδη στη «Γενική Ψυχοπαθολογία» του Γιάσπερς, μαθητή του κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, όπως και στους Μπλόυλερ και Κρέπελιν, η με τις κοινωνικές ανάγκες συναλλασσόμενη ψυχιατρική υποχρεώνεται να διαπιστώνει τις τραγικές όψεις της δικής της ιστορίας, κυρίως της ιστορίας των ασύλων, όπως και τις ελλείψεις θεωρητικών εποικοδομημάτων που αναπτύχθηκαν κάτω από όρους βάρβαρου αποκλεισμού των «τρελών». Ωστόσο, μολονότι κατά τον 19ο αιώνα υπεισέρχεται στην ψυχιατρική μια ορθολογική, εν μέρει θετικιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ψυχικές νόσοι εδράζονται στον εγκέφαλο, η περαιτέρω εξέλιξή της καταδεικνύει τους κινδύνους που περικλείει ο βιολογισμός που επικρατεί ως ιδεολογία σε μεγάλη έκταση. Παράλληλα με την υποσχόμενη πρόοδο ανθρωπιστικών μεταβολών στο ασυλιακό πλαίσιο ιδιοποιείται μορφές κοινωνικού δαρβινισμού και της ευγονικής, η οποία μάλιστα, όπως έχει καταγραφεί από ιστορικούς της ψυχιατρικής, δεν αφήνει ανέπαφη τη σκέψη ούτε καν της ψυχιατρικής πρωτοπορίας. Ο ρατσισμός, οι δολοφονίες των έγκλειστων ψυχασθενών στη διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού, έχουν, τουλάχιστον μερικώς, εκεί τις καταβολές τους. Βλέπετε, η αλληλεπίδραση κοινωνικών, ιστορικών, ενδοοικογενειακών συνθηκών με την εξελισσόμενη υποκειμενικότητα του κάθε ατόμου δεν πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται με αποκλειστική προοπτική τη συμπλήρωση επιστημονικών εργαλείων, αλλά και με τη διαρκή αποκάλυψη προκαταλήψεων και ιδεολογιών που διαδίδονται εντός της ίδιας της ψυχιατρικής.
Αυτή η «σύγχυση» των αξιών θα αποτελέσει αντικείμενο στοχαστών της μεταπολεμικής κοινωνικής ψυχιατρικής, οι οποίοι θα εγκαταστήσουν στον μεταρρυθμιστικό διάλογο που επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες την κριτική των ιδεολογιών. Δηλαδή την αποκάλυψη των αντινομικών πλευρών με τις οποίες συνυπάρχουν επιστημονικές ανακαλύψεις και πρακτικές.
Στον πρόλογο μιλάτε για «δυσφορία εντός της ψυχιατρικής». Τι ακριβώς εννοείτε;
Πρόκειται για μια έμμεση και κατά την κρίση μου αξιοποιήσιμη αναφορά στην πραγματεία του Φρόυντ «Η δυσφορία εντός του πολιτισμού» που δημοσιεύτηκε το 1930. Οι συνειρμοί που ήδη ο τίτλος προξενεί είναι ποικίλοι και παραπέμπουν πράγματι σε μια υπερκαθορισμένη πρόθεση. Κατ’ αναλογία και μόνο στον πρόλογο πρόκειται για τη δυσφορία που εκτρέφεται εντός των ψυχιατρικών θεσμών, εντός των κλινικών, κατά την πρόσκρουση σε διαδοχικές και μη πάντα υπερβάσιμες θεραπευτικές δυσχέρειες, στη συχνή αίσθηση της ματαιοπονίας που κατακλύζει τους εργαζόμενους, για την αποκρυπτόμενη ή και ενσυνείδητη επιθετικότητα ενάντια στους μη επηρεαζόμενους ασθενείς, για τη δυσανεξία που καλλιεργείται από τις παραδόσεις που διατρέχουν την ψυχιατρική πραγματικότητα και προπάντων για την αναστολή των αναμενόμενων μεταρρυθμίσεων που χρονίζουν. Οι μεγάλες συμφιλιώσεις με την ιστορική πραγματικότητα της ψυχιατρικής είναι λιγοστές, ενώ επανέρχεται στην καθημερινότητά της η εμπειρία της αποξένωσης. Ένας από τους βασικούς λόγους, περιγραφόμενους στο «Εγχειρίδιο», για την απαραίτητη ψυχική φροντίδα, την «εποπτεία», εκείνων που εργάζονται στους θεσμούς της και ακόμη και για εκείνους εξυφαίνουν νέες θεωρητικές προοπτικές.
Απόρροια αυτής της αποξενωτικής εμπειρίας υπήρξε και το μεταπολεμικό ανατρεπτικό κίνημα κατά της εδραιωμένης παραδοσιακής ψυχιατρικής. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 έχουμε μια τεράστια εισβολή φιλοσοφικών ρευμάτων στην ψυχιατρική σκέψη, που αναζητά την υπέρβαση της αποξένωσης τόσο των ψυχικά περιθωριοποιημένων όσο και της δικής της υπόστασης. Από τον Μαρξ έως τον Χάιντεγκερ, από τη Σχολή της Φρανκφούρτης έως τον Φουκώ, προσδοκώνται οι οριστικές ρήξεις με το ψυχιατρικό παρελθόν. Πέραν των υπερβολικών ανατρεπτικών διατυπώσεων που οι ριζοσπαστικότερες φωνές εκείνης της εποχής διεκδικούν και που πολλές φορές δείχνουν να αγνοούν ή να παραγνωρίζουν την απλή, ουσιαστική, δύσκολη κλινική πραγματικότητα, νομίζω πως μία θέση του Φουκώ δείχνει να συμπυκνώνει το τι υποβάλλει η «δυσφορία εντός της ψυχιατρικής»: το ότι ο ίδιος ο Ορθός Λόγος, που παρεμβαίνει ως επιστημονική υπόδειξη, επικυρώνει τα όρια ανάμεσα στους κοινωνικούς θεσμούς και στην «παραφροσύνη». Την ορθολογική εκτίμηση της Τρέλας διατρέχει ο κίνδυνος ενός νέου εγκλεισμού και αποκλεισμού των παραφρόνων όταν η ίδια η κατανόησή τους ανακόπτεται μπροστά στην εξέταση της κοινωνικής τους διαδρομής και του ιστορικού βάθους της συνεχιζόμενης αποξένωσής τους. Σε αυτή την ακατάλυτη διαπίστωση προσέκρουσε ένα ελπιδοφόρο κίνημα, το οποίο αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη μέθη του ριζοσπαστισμού του. Όμως οι πυρήνες, τα ίχνη του, θα παραμείνουν αντικείμενο μελέτης της πεφωτισμένης καθηγεσίας και των μαθητευομένων της, γιατί εκφράζει τη μεγάλη ουτοπική ελπίδα για την απόλυτη χειραφέτηση των έως τώρα ψυχασθενών, την πλήρη συμφιλίωση των πολιτών μαζί τους.
Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο βιοϊατρικό μοντέλο και στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση;
Σήμερα κυριαρχεί ένα προσωρινό κατά την κρίση μου μεταμοντέλο μιας βιο-ψυχο-κοινωνικής προσέγγισης κάθε συγκεκριμένου ασθενούς, αλλά και των γενικότερων διλημμάτων της ψυχιατρικής θεωρίας και πολιτικής. Ο κίνδυνος που διαφαίνεται στην υιοθέτησή του αφορά την ιδεατή προβολή μιας γενικευμένης πρόθεσης, η οποία μπορεί όμως να ολισθήσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση εξαιτίας ενός δεδομένου επιστημονικού περιβάλλοντος. Δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί η παρατήρηση πως η σημερινή θεραπεία των ψυχικών παθήσεων εξελίσσεται υπό την επήρεια βιολογικών προτιμήσεων. Στη σύγχρονη ψυχοφαρμακολογία πιστοποιείται η προώθηση παρασκευασμάτων –όπως λ.χ. των νευροληπτικών– που έχουν, τουλάχιστον για τις ψυχώσεις, οικουμενική εμβέλεια. Όμως η διαρκής γενικεύουσα στατιστική τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων χορήγησής τους έχει –μεταξύ άλλων– ως συνεπακόλουθο το ότι μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό των ψυχιατρικών ανακοινώσεων η απουσία παρουσιάσεων μεμονωμένων ασθενών που θα καθιστούσαν εύληπτους τους διαγνωστικούς και θεραπευτικούς χειρισμούς με γνώμονα το τρισδιάστατο μοντέλο. Μια άλλη αδυναμία για τη μη αποτελεσματική εφαρμογή του προέρχεται από τον ζήλο της κοινωνικής ψυχιατρικής να απεμπολεί τον απαραίτητο διάλογο με την ψυχοφαρμακολογία, όπως και συχνά να αποφεύγει την ίδια την ψυχοθεραπεία που εξακολουθητικά επικαλείται. Επίσης, έλλειψη εμπεδωμένων κλινικών γνώσεων παρεκτρέπει τη διάγνωση σε υπερεκχειλίζοντες ψυχολογισμούς που αποφεύγουν τη διάκριση των ουσιαστικών παθολογικών φαινομένων. Υπαινισσόμενος μόνο ορισμένες αδυναμίες που σχετίζονται με το εύηχα προβαλλόμενο τρίπτυχο επιδιώξεων, θα ήθελα να αναφέρω τη ρήση ενός μεγάλου φιλοσόφου ότι η κατάδυση στο συγκεκριμένο ψυχικό ζήτημα διευκολύνει την εφαρμογή αξιοκρατικά ουδέτερων κριτηρίων. Με άλλα λόγια, η ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο υποκείμενο επιτρέπει τον έλεγχο της καταλληλότητας των κλινικών και θεωρητικών εργαλείων που εφαρμόζονται κατά τη διερεύνηση ασθενών και προτρέπει προς τον διεπιστημονικό διάλογο, που συμπληρώνει και διορθώνει μονομερείς ατέλειες. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται πως η ψυχιατρική φέρει στην ενσυνείδητη και ασυνείδητη μνήμη της παραδοσιακές ταυτίσεις με προκαταλήψεις που δρουν, όπως και στην ίδια την κοινωνία, κατά της αποδοχής των ψυχασθενών και χρειάζονται καθαυτές μια συνεχιζόμενη επεξεργασία.
Και η κλινική;
Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό για τη μεθοδολογική τάση αυτού του πονήματος το εκτενές κεφάλαιο που ακολουθεί την εισαγωγή: η Κλινική Εκτίμηση του Ασθενούς. Τόσο η ψυχιατρική διερεύνηση όσο και η ψυχοδυναμική συνέντευξη έχουν ως στόχο να διαμορφώσουν απαρχής τις συνθήκες πολλαπλών προσεγγίσεων του πάσχοντος ατόμου. Η ακριβής καταγραφή των ψυχολογικών και ψυχοπαθολογικών ιδιομορφιών, όπως και η πρώτη προσπάθεια ταύτισης με τον ασθενή, αποτελεί μια δοκιμασία για την οξυδερκή παρατήρηση και για την ενσυναισθητική λειτουργία, των οποίων ο συνδυασμός επιτρέπει πρώτες διαγνωστικές υποψίες. Πάντως, εκείνο που προέχει είναι η εσωτερική ετοιμότητα του εξεταστή να αναθεωρεί αναπαραστάσεις του που προέρχονται από εξωτερικές, εμπειρικές λεπτομέρειες σχετιζόμενες με την αισθητηριακή εκφραστικότητα του ασθενούς – όπως και να καταγράφει με αυθορμησία και ειλικρίνεια τις συγκινησιακές διαμοιβές που προέρχονται από τη διυποκειμενική επικοινωνία μαζί του. Αυτές οι διαισθητικές συναλλαγές είναι που στην ψυχανάλυση ανάγονται στις δύο θεμελιακές έννοιες της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης και στη φαινομενολογία εμφανίζονται ως η κατανοούσα πράξη με την οποία επιδιώκεται η μεταφορά του ενός Εγώ στην περιοχή του άλλου.
Δηλαδή, αξιοποιείται η κλινική εμπειρία των ειδικών για να προκύψουν θεωρητικά συμπεράσματα;
Κατά την περιγραφή του πλήθους των Διαταραχών της Προσωπικότητας η συστηματική διεξοδική εκδίπλωση των κλινικών εικόνων επιτυγχάνει να ανταποκριθεί στους στόχους της εισαγωγής. Γίνεται εύληπτη η μεθοδολογική πρόθεση της εκμετάλλευσης ψυχοδυναμικών προτύπων για την καταλληλότερη σύγχρονη ανάδειξη μιας πολύχρονης ερευνητικής-κλινικής πορείας. Τα κείμενα, των οποίων η απαραίτητη οργανική συνάφεια υποβοηθά μια πειστική ενιαία αντίληψη, προέρχονται όχι αποκλειστικά από δόκιμους ψυχαναλυτές αλλά και από νεότερους συγγραφείς – με τους οποίους γνωρίζει να συνεργάζεται ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης. Το φάσμα των διαγνωστικών κατηγοριών στις οποίες επικεντρώνονται οι εργασίες προδίδει την αμερόληπτη επιλογή τους από την κλινική ψυχιατρική παράδοση –ως επί το πλείστον των ιδεατών ψυχοπαθητικών τύπων κατά Κουρτ Σνάιντερ– όπως και από τις αναθεωρήσεις τους που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως, αρχικώς από τους Χάιντς Κόχουτ και Όττο Κέρνμπεργκ.
Τα όσα εκτίθενται για την Ψυχοδυναμική Ψυχιατρική Κλινική αποτελούν μια συνεπή συνέχεια του κεφαλαίου για τις διαταραχές προσωπικότητας, για τις οποίες, θα πρόσθετα, ότι προσφέρονται για τη διαφοροποιημένη επισήμανση ομοιοτήτων, αλλά και ιδιαιτεροτήτων, στην ψυχοπαθολογία των αποκαλούμενων οριακών και των ψυχωτικών. Τα μεγάλα διλήμματα, τα οποία παραμένουν αναπόφευκτα, κατά την ψυχοδυναμική θεραπεία ψυχωτικών δεν αποκρύπτονται ούτε διασκεδάζονται λ.χ. στις δύο μελέτες της κ. Χρυσής Γιαννουλάκη, όπως συχνά συμβαίνει μέσω μιας ζοφερής ψυχαναλυτικής ρητορικής με την οποία επικαλύπτονται οι αδυναμίες της πράξης. Όλα τα μέρη αυτής της ενότητας συνθέτουν ένα πλέγμα κλινικών εμπειριών οι οποίες και εδώ προσφέρουν –και αυτό είναι το ευεργετικό διδακτικό γνώρισμα του εγχειριδίου– την αίσθηση μιας συνεχούς συγγραφικής προσπάθειας υπέρ μιας συνολικής θεώρησης της ψυχιατρικής.
Σε σχέση με τη θεραπευτική προσέγγιση, παίρνει θέση το βιβλίο;
Στα τελευταία μέρη του «Εγχειριδίου» οδηγούμαστε στην προβληματική των Θεραπευτικών Προσεγγίσεων, που δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει εκ νέου τις προτιμήσεις εκείνου που έχει επιμεληθεί την έκδοση με γνώμονα το ότι απευθύνεται στις φοιτήτριες και στους φοιτητές της Ψυχολογίας. Αντιπαρέρχομαι τις ατομικές ψυχοθεραπείες –που εισάγονται από γνωστούς πεπειραμένους κλινικούς– για να επιμείνω στην Ομαδική Ψυχοθεραπεία. Δυστυχώς, οι δυνατότητές της, ιδιαίτερα για ασθενείς των ψυχιατρικών κλινικών και γενικότερα θεσμών που επιλαμβάνονται των ψυχικά πασχόντων, δεν εφαρμόζονται σε μεγάλη έκταση, μολονότι, πλην της αδιαμφισβήτητης θεραπευτικής αποτελεσματικότητας που προέρχεται από την υποστήριξη του Εγώ των ασθενών, διανοίγεται η προοπτική της Κοινωνικής Ψυχιατρικής: δηλαδή η πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της ψυχοπαθολογικής ή αποκλίνουσας συμπεριφοράς εντός των διαδραματιζόμενων κοινωνικών ρόλων, αλλά και η παράλληλη ενσωμάτωση όλων εκείνων που εμπλέκονται στις διαδικασίες θεραπείας και στους στόχους αποκατάστασης στο κοινό πλέγμα συναισθηματικών συναλλαγών. Αυτή η καθολικότερη προοπτική υπέρ της Αλληλεγγύης, που συντηρείται παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και αντιστάσεις, είναι εν κατακλείδι ο προσανατολισμός αυτού του εγχειριδίου, στο οποίο ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης και οι συνεργάτες συνάδελφοί του εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι η ψυχιατρική μπορεί να συμβάλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου που πάσχει.