Η φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας συνδέεται με τις ανισότητες από τον ΠΟΥ. Ανταποκρίνεται και στην κατάσταση της χώρας μας αυτή η σύνδεση;
Θα έλεγα ότι την κατάσταση της δημόσιας ψυχιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα τη χαρακτηρίζουν τρεις λέξεις: ανισότητα, σιωπή, ακινησία.
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ/EUROSTAT δείχνουν την Ελλάδα να σταθεροποιείται ως εκ των πρωταθλητών στις οικονομικές ανισότητες. Το 25% των νοικοκυριών με πολύ υψηλά εισοδήματα κατέχει πάνω από το 45% του συνολικού εισοδήματος, ενώ ένα ίσο ποσοστό, δηλαδή 25%, με πολύ χαμηλά εισοδήματα κατέχει μόλις το 10% του εισοδήματος. Αυτό βέβαια σημαίνει και μεγάλο αριθμό ατόμων –κάπου 3 εκατομμύρια– που ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Αν αναλογιστεί κανείς και τη δραματική απώλεια του εισοδήματος της περιόδου της κρίσης, η κατάσταση καθίσταται ακόμα πιο επώδυνη. Φαίνεται επίσης ότι η επιδοματική αντίληψη για την αντιμετώπιση του φαινομένου δεν βελτιώνει την κατάσταση, αφού είναι σταθερή η αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών να περιορίσουν το φαινόμενο της φτώχειας. Για να δώσω και ένα στοιχείο σύγκρισης σημειώνω ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα είναι κοντά στο 30%, ενώ στη Δανία κοντά στο 16%. Είναι σημαντικό επίσης να έχουμε πάντα κατά νου τη σημαντική μείωση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, που επιδείνωσε τη θέση των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα δραματικά. Περαιτέρω, λόγω της πανδημίας η δυσμενής κατάσταση εντείνεται, αφού υπολογίζεται ότι το 22% των νοικοκυριών υπέστη μείωση του εισοδήματός του.
Όλα αυτά αντανακλούν στην υλική στέρηση των ατόμων με χαμηλά εισοδήματα. Συνολικά, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού διαβιεί σε κατοικίες με στενότητα χώρου, που γι’ αυτούς με χαμηλά εισοδήματα φτάνει το 45%. Οι ίδιοι στερούνται σωστής διατροφής, ικανοποιητικής θέρμανσης, έχουν αδυναμία να εξυπηρέτησης πάγιων λογαριασμών και, το κυριότερο, λόγω της πανδημίας δεν υποβλήθηκαν σε αναγκαίες θεραπείες ή δεν έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις ή επισκέψεις σε ιατρό ή οδοντίατρο, όταν χρειάστηκε.
Πόσο μάλλον όταν σε ένα τέτοιο περιβάλλον υπάρχει και ψυχικά ασθενής. Έτσι δεν είναι;
Η κατάσταση αυτή της ανέχειας και της ανισότητας γίνεται ασφυκτική όταν στην οικογένεια διαβιεί άτομο με ψυχικές διαταραχές. Το στίγμα και η οδύνη, που ούτως ή άλλως υπάρχουν λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού στους ανέργους και τους φτωχούς, εντείνεται. Διότι η ψυχική νόσος είναι δύσκολο να κατανοηθεί κοινωνικά. Αυτό οδηγεί στη σιωπή του ασθενούς και των μελών της οικογένειας. Στο σύνολό της η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι υποβαθμισμένη, με χαρακτηριστική δυσκολία πρόσβασης των οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα σε ποιοτική φροντίδα, παράγοντες που επιβαρύνουν τα νοσοκομεία και το σύνολο του δημόσιου συστήματος υγείας. Στην περίπτωση της ψυχικής νόσου τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Διότι η αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες δυσχεραίνεται τόσο λόγω σιωπής όσο και λόγω των κοινωνικών αντιστάσεων που οδηγούν σε περαιτέρω σιωπή. Πόσοι αποδέχονται μια δομή στήριξης στη γειτονιά τους; Το περίφημο γνωμικό «not in my backyard» βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με το πρόβλημα.
Η απάντηση της πολιτείας ποια είναι σε αυτό το σύνθετο πρόβλημα;
Δυστυχώς, απέναντι σε όλο αυτό το σύνθετο πρόβλημα επικρατεί ακινησία. «Ανεκπλήρωτη μεταρρύθμιση», «the slow train», «ημιτελής προσπάθεια», «στιγματίζουσα διαδικασία», «δυσίατο ΨΥΧΑΡΓΩΣ», είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Βέβαια εδώ, ο όρος «μεταρρύθμιση» παραπέμπει στην κοινωνική αποδοχή των ατόμων με ψυχικές διαταραχές και επομένως σε διαδικασίες διάρρηξης του κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι αλήθεια ότι η Αποασυλοποίηση, η Τομεοποίηση και άλλες πρόνοιες του ν. 2716/1999 καθιστούν τον τελευταίο έναν εξαιρετικά προοδευτικό νόμο, ο οποίος στην πλήρη εφαρμογή του θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και προπύργιο αλλαγών σε ολόκληρο τον χώρο των Βαλκανίων (τουλάχιστον). Όμως η αργή και τελικώς ημιτελής εφαρμογή του νόμου αρνούνται τη μεταρρυθμιστική διαδικασία.
Η δημιουργία μονοθεματικού υφυπουργείου στο υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, αν μη τι άλλο, αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη ότι υπάρχει πολιτική βούληση να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον το αυτονόητο: να εφαρμοστεί ο νόμος. Να ταραχτούν λίγο τα νερά. Να καμφθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Να προχωρήσει η μεταρρύθμιση. Οι προσδοκίες πλέον είναι μεγάλες.
*Ο Γιάννης Σακέλλης είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικής της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Τμήμα Κοιν. Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.