Η εφηβεία αποτελεί μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία οι νέοι καλούνται να αντεπεξέλθουν σε πολλαπλές αναπτυξιακές προκλήσεις και να κατακτήσουν δεξιότητες καθοριστικές για τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική τους προσαρμογή ως ενήλικες. Ιδιαίτερα ευάλωτα ως προς την εμφάνιση δυσκολιών ψυχικής υγείας στην εφηβεία είναι τα παιδιά τα οποία προέρχονται από επιβαρυμένα και δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα, παιδιά θύματα κακοποίησης, παραμέλησης και άλλων τραυματικών εμπειριών, καθώς και παιδιά και έφηβοι που διαμένουν σε δομές παιδικής προστασίας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η συχνότητα εμφάνισης διαταραχών ψυχικής υγείας στην εφηβεία ανέρχεται στο 10%-20% των εφήβων παγκοσμίως, ενώ αυτά τα ποσοστά ακολουθούν αυξητική πορεία, ως συνέπεια της παρατεταμένης ψυχοπιεστικής συνθήκης της πανδημίας. Οι έρευνες σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά και στους εφήβους υποδεικνύουν την αύξηση της εμφάνισης συμπτωμάτων ψυχικής δυσφορίας και προβλημάτων συμπεριφοράς και συναισθήματος, αλλά και την επιδείνωση των δυσκολιών ψυχικής υγείας που προϋπήρχαν της πανδημίας. Σημαντική είναι η πίεση που υφίστανται αυτή την περίοδο συνολικά τα οικογενειακά συστήματα, καθώς ο παρατεταμένος εγκλεισμός και η ανάγκη υποστήριξης των νέων που αποκόπηκαν απότομα από την εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή ασκούν επιπρόσθετο βάρος στην οικογένεια. Η αποσταθεροποίηση των ήδη εύθραυστων σε αρκετές περιπτώσεις οικογενειακών σχέσεων μπορεί να πυροδοτήσει άγχος, κλιμάκωση των συγκρούσεων και αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.
Ολοένα και πιο συχνά οι επαγγελματίες στο πεδίο της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα ερχόμαστε αντιμέτωποι με περιπτώσεις εφήβων που παρουσιάζουν σοβαρές συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, προβλήματα εθισμού (σε ουσίες ή/και στο διαδίκτυο), αυτοκτονικότητα, καθώς και αυξημένο κίνδυνο θυματοποίησης και εμπλοκής σε αντικοινωνικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Συχνά τα προβλήματα αυτά, ειδικότερα κατά την έναρξή τους, παραμένουν «αόρατα» και οι έφηβοι και οι οικογένειές τους δεν αναζητούν βοήθεια λόγω ελλιπούς πληροφόρησης ή φόβου στιγματισμού, αλλά πολλές φορές και λόγω του ότι δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν. Στις περιπτώσεις που αναζητούν βοήθεια, οι απαραίτητες υπηρεσίες συχνά μπορεί να μην είναι προσβάσιμες γεωγραφικά, να υπολειτουργούν, να μην επαρκούν για να καλύψουν το σύνολο των αναγκών ή και να μην υπάρχουν. Το αποτέλεσμα είναι πολλά προβλήματα ψυχικής υγείας να παραμένουν αδιάγνωστα και χωρίς την κατάλληλη θεραπεία να επιδεινώνονται, διαταράσσοντας την οικογενειακή και κοινωνική λειτουργικότητα των νέων. Χωρίς έγκαιρη και αναπτυξιακά κατάλληλη παρέμβαση οι δυσμενείς επιπτώσεις των διαταραχών συχνά επιμένουν και παγιώνονται και στην ενήλικη ζωή, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα την ποιότητα ζωής των ατόμων και των οικογενειών τους και επιβαρύνοντας σημαντικά το δημόσιο σύστημα υγείας.
Μείζον στην Ελλάδα είναι το πρόβλημα της έλλειψης επαρκών, εξειδικευμένων υπηρεσιών που να μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες διάγνωσης/θεραπείας, φιλοξενίας και αποκατάστασης ευάλωτων ανηλίκων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες. Η εμπειρία μας από τη μέχρι τώρα λειτουργία της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης Εφήβων της ΕΠΑΨΥ, όπου φιλοξενούνται και υποστηρίζονται θεραπευτικά ευάλωτοι έφηβοι με σύνθετες ψυχιατρικές και κοινωνικές δυσκολίες και οι οικογένειές τους, υπογραμμίζει εμφατικά την αυξανόμενη ανάγκη ψυχικής υποστήριξης των νέων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί λόγω της έλλειψης των απαραίτητων υποδομών και πόρων.
Το πρόβλημα επιτείνεται από την κρατική υποχρηματοδότηση, που οδηγεί σε υποστελέχωση και υπονόμευση της ποιότητας και βιωσιμότητας των υφιστάμενων υπηρεσιών, καθώς και από την απουσία/υπολειτουργία θεσμοθετημένων από την πολιτεία οργάνων και διαδικασιών που να διευκολύνουν τη διασύνδεση και συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών επαγγελματιών, ώστε να επιτυγχάνονται κατάλληλες και συντονισμένες παρεμβάσεις.
Διαχρονικό πρόβλημα στο πεδίο της ψυχικής υγείας των παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα αποτελεί επίσης η περιορισμένη δυναμικότητα των υφιστάμενων παιδοψυχιατρικών τμημάτων στα γενικά νοσοκομεία, τα οποία δεν επαρκούν αριθμητικά για την περίθαλψη των νέων που εμφανίζουν σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές. Έτσι, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο έφηβοι που χρειάζεται να νοσηλευτούν να μην μπορούν να εξυπηρετηθούν λόγω έλλειψης θέσεων στα παιδοψυχιατρικά τμήματα, με συνέπεια είτε να παραμένουν στην κοινότητα με αυξημένη επικινδυνότητα για τον εαυτό τους ή/και για το κοινωνικό σύνολο είτε να νοσηλεύονται παράτυπα σε ψυχιατρικά τμήματα ενηλίκων, όπου το περιβάλλον δεν είναι κατάλληλο και ασφαλές για τη θεραπεία τους.
Σημαντικό κενό, τέλος, στη χώρα μας αποτελεί η απουσία κοινοτικών δομών προστατευόμενης διαβίωσης για τους εφήβους με ψυχικές διαταραχές που διαμένουν σε μονάδες φιλοξενίας και ενηλικιώνονται. Οι νέοι αυτοί ενήλικες με ψυχικές δυσκολίες αποτελούν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα, με αυξημένες ανάγκες υποστήριξης στην πορεία τους προς την αυτονομία και εργασιακή και κοινωνική ένταξη. Χωρίς κατάλληλη και εξειδικευμένη υποστήριξη, που να διασφαλίζει τη συνέχεια στη φροντίδα τους, ο κίνδυνος υποτροπών, περιθωριοποίησης και, εντέλει, ιδρυματοποίησής τους είναι εξαιρετικά υψηλός.
Θα πρέπει να γίνει σαφές πως η ψυχική υγεία των παιδιών και εφήβων δεν είναι ζήτημα επιλογής ή πολυτέλειας, αλλά ίσως η πλέον σημαντική επένδυση μιας κοινωνίας για το μέλλον της. Είναι επιτακτικό, επομένως, η πολιτεία να σταθεί αρωγός, με ευαισθησία, όραμα και γρήγορα αντανακλαστικά, τόσο σε επίπεδο ενδυνάμωσης και τομεοποίησης των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας όσο και μέσα από την ενίσχυση και ανάπτυξη εξειδικευμένων παιδοψυχιατρικών υπηρεσιών στα πλαίσια ενός συντονισμένου εθνικού σχεδίου, ώστε οι νέοι με ψυχικές δυσκολίες να μπορούν να έχουν πρόσβαση στη φροντίδα που χρειάζονται ισότιμα, έγκαιρα και με αξιοπρέπεια.
*Η Κωνσταντίνα Ζερβάκη είναι κοινωνική λειτουργός ΜΑ, επ. υπεύθυνη της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης Εφήβων ΕΠΑΨΥ.