Το 2019, μόλις έναν χρόνο πριν από την έναρξη της πανδημίας Covid-19, ο Π.Ο.Υ. ανακήρυξε τη «διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό» (vaccine hesitancy) ως μία από τις 10 μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία.
Σήμερα η δραματική αυτή βεβαιότητα έχει ενισχυθεί περαιτέρω, χωρίς να μπορεί να γίνει επιστημονικά στέρεος διαχωρισμός και διαφοροποίηση στην άμορφη μάζα των αντιεμβολιαστών και, κατά συνέπεια, να αναδυθεί μέσα από την αναζήτηση της καταλληλότερης μεθοδολογίας μια πιο αρμονική και λιγότερο διχαστική σχέση μεταξύ πειθούς και καταναγκασμού-συμμόρφωσης.
Τέτοιου τύπου απλουστευτικές διχοτομήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ανατροφοδότηση ενός φαύλου κύκλου ανταγωνισμού μεταξύ του επιστημονικού λόγου και του αντιεμβολιαστικού φανατισμού, ο οποίος απέχει πολύ από τον στόχο της οικοδόμησης μιας αλυσίδας εμπιστοσύνης βασισμένης στον ορθολογισμό.
Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (Washington Post 8/2021), οι δύο κυρίαρχοι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι επιλέγουν να μην εμβολιαστούν είναι το γεγονός ότι το εμβόλιο είναι ένα νέο σκεύασμα και η πιθανότητα εμφάνισης άγνωστων παρενεργειών. Σχεδόν ο μισός μη εμβολιασμένος πληθυσμός των ΗΠΑ ανησυχεί περισσότερο για τις πιθανές παρενέργειες του εμβολίου παρά για τη νόσηση από Covid-19.
Ένας άλλος λόγος που καθιστά τον πληθυσμό διστακτικό και καχύποπτο απέναντι στην κρατική πολιτική των εμβολιασμών είναι το «βίωμα μιας διαρκώς συρρικνούμενης ελευθερίας μέσα από την επιβολή κακοποιητικών νόμων» (R. Kempf, Monde diplomatique, 9/2021).
Σύμφωνα με έγκριτους Γάλλους νομικούς, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού παραπέμπει σε όρους επείγοντος κοινωνικού ελέγχου και πιθανής χρήσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων για άλλους σκοπούς.
Κατά σειρά φθίνουσας ισχύος (Hornsey et al. 2018), εντοπίζονται ισχυρότερες αντιεμβολιαστικές αντιλήψεις σε όσους (α) εκδηλώνουν υψηλά επίπεδα συνωμοσιολογικής σκέψης, (β) εκδηλώνουν υψηλή αντιδραστικότητα, (γ) αναφέρουν υψηλά επίπεδα απέχθειας απέναντι στο αίμα και τις βελόνες και (δ) έχουν ισχυρές ατομιστικές/ιεραρχικές κοσμοθεωρίες.
Επιπλέον, οι Jensen et al. (2021), μελετώντας συγκεκριμένα τις επικρατέστερες θεωρίες συνωμοσίας για την πανδημία Covid-19, εντόπισαν σημαντικές συσχετίσεις με την ηλικία (το 30% των ατόμων 30-39 ετών συμφώνησε πως η πανδημία αποτελεί μέρος ενός πλάνου για την παγκόσμια εγκαθίδρυση των υποχρεωτικών εμβολιασμών), τον τόπο διαμονής (υψηλότερη αποδοχή του εμβολιασμού σε μεγάλες πόλεις, όπως το Βερολίνο), το μεταναστευτικό πολιτισμικό υπόβαθρο (οι μετανάστες εκφράζουν περισσότερες συνωμοσιολογικές απόψεις) και το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης.
Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, η παρατήρησή τους ότι η συχνότητα χρήσης του Twitter (μεγαλύτερα ποσοστά συνωμοσιολογικής σκέψης για την πανδημία μεταξύ των τακτικών χρηστών της συγκεκριμένης πλατφόρμας) και άλλων εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων λειτουργεί ενισχυτικά.
Σύμφωνα με τους Allington et al. (2021), η εκδήλωση δισταγμού απέναντι στον εμβολιασμό κατά της Covid-19 συσχετίζεται με τη νεαρή ηλικία, το γυναικείο φύλο, το χαμηλό εισόδημα, το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, την υψηλή εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα ως πηγές πληροφόρησης, τη χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στην τηλεόραση και στον Τύπο ως πηγές πληροφόρησης, την υπαγωγή σε μη λευκές εθνοτικές ομάδες, τον χαμηλό αντιλαμβανόμενο κίνδυνο νόσησης από Covid-19, τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους επιστήμονες και τους υγειονομικούς, καθώς και τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση.
Οι υποψίες περί συνωμοσίας γύρω από την πανδημία Covid-19 και οι γενικότερες στάσεις απέναντι στα εμβόλια εξηγούν το 35% της διακύμανσης των στάσεων απέναντι στον εμβολιασμό κατά της Covid-19.
Είναι γνωστό από παλαιότερα (Haase et al. 2015) ότι οι ακτιβιστές του αντιεμβολιασμού χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τη διάχυση της ατζέντας τους, συχνά μέσα από τη δημοσίευση αφηγηματικών αναφορών για δήθεν παρενέργειες των εμβολίων.
Στην επικοινωνία μηνυμάτων που αφορούν τον κλάδο της υγείας, η προβολή των πληροφοριών με τη μορφή αφηγήσεων έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς την πειθώ των αποδεκτών του μηνύματος.
Η έρευνα σχετικά με το φαινόμενο της πειθούς έχει δείξει πως η αντιλαμβανόμενη αξιοπιστία μιας πηγής πληροφοριών μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για την ενίσχυση ή για την απόρριψη ενός μηνύματος που επιχειρεί να επικοινωνήσει η πηγή στον δέκτη.
Η έρευνα της Kappa Research (24-5/8/2021) ανέδειξε μερικά ευρήματα που συνάδουν με τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα.
Το γεγονός ότι 59% των ανεμβολίαστων θα προτιμούσαν να νοσήσουν παρά να κάνουν το εμβόλιο και 78% δεν θα εφαρμόσουν το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού επιβεβαιώνει το συμπέρασμα δύο γερμανικών μελετών ότι τα μηνύματα που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο/απειλή με στόχο την αύξηση των εμβολιασμών φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, ενισχύοντας τις αντιλήψεις περί επικινδυνότητας του εμβολιασμού και τις αντιστάσεις, οι οποίες εκφράζονται με άρνηση, δυσπιστία, έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις αρχές/θεσμούς που ασκούν την πίεση.
Η τεράστια διαφορά στο επίπεδο εμπιστοσύνης προς το ΕΣΥ και την κυβέρνηση μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, κατά την έρευνα της Kappa Research, με κοινό υπέδαφος τη χαμηλότατη εμπιστοσύνη (9% κατά μέσο όρο, 14% οι εμβολιασμένοι και 1% οι ανεμβολίαστοι) προς τα ΜΜΕ και τα κόμματα (21% οι εμβολιασμένοι, 5% οι ανεμβολίαστοι), σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά άγχους, στρες, στενοχώριας και θλίψης, δείχνουν ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί δομικά η μέχρι τώρα προσέγγιση προαγωγής της δημόσιας υγείας.
Πολύ εύστοχα ο Guardian σε άρθρο της σύνταξής του(6/2021) υποστήριξε ότι μια νομοθετική πράξη δεν πρέπει να υποκαθιστά την προσπάθεια να υπερβούμε τα πρακτικά και συναισθηματικά εμπόδια προς τον εμβολιασμό, αλλά να τη συνοδεύει.
Το να ακούει κανείς τους αντιεμβολιαστές, αντί να τους απορρίπτει ως ανόητους και συνωμοσιολόγους, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξουν οι απόψεις τους απέναντι στον εμβολιασμό.
Υπάρχουν καλές πρακτικές και επιτυχημένα προγράμματα προαγωγής και αγωγής υγείας, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τα οποία, με αντίστοιχα καλά εκπαιδευμένα στελέχη, μπορεί να εφαρμοστούν σε ειδικές ομάδες ανεμβολίαστων προκειμένου να πειστούν και όχι να στιγματιστούν. Είναι γνωστό άλλωστε πως ο στιγματισμός έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της εσωτερικευμένης οργής και ασυνείδητα καταδιωκτικά-παρανοϊκά άγχη, τα οποία, μαζί με την αβεβαιότητα, βρίσκονται στον πυρήνα της συνωμοσιολογικής-ανορθολογικής σκέψης.
Συμπέρασμα: Τείχος εμπιστοσύνης πριν από το τείχος ανοσίας.
Το να ντροπιάζουμε τους άλλους και να τους κάνουμε διαλέξεις για το τι πρέπει να γίνει δεν θα μας προστατεύσει από την Covid-19. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο συζητώντας μαζί τους και απαντώντας τεκμηριωμένα και υπομονετικά σε όλες τις αιτιάσεις/αντιρρήσεις τους, ακόμη κι αν είναι βαθιά ανορθολογικές.
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής – ομαδικός αναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επ. πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ.