Όταν σκέφτομαι τη σχέση μου με την Άνδρο στα πλαίσια της δουλειάς μου, συνήθως μία λέξη μού έρχεται στο μυαλό: ανεξερεύνητη. Όχι επειδή δεν έχω εικόνα του ρόλου μου ή της κοινωνίας μέσα στην οποία κινούμαι και εργάζομαι, αλλά επειδή η πολυπλοκότητα του νησιού μού αφήνει την επίμονη αίσθηση ότι έχω ακόμη πολλά να κατανοήσω. Η μορφολογία του τόπου με προϊδέασε εξαρχήςˑ δεν είναι απλώς ένα πανέμορφο, τυπικό, κυκλαδίτικο νησί. Είναι οι εναλλαγές που το κάνουν διαφορετικό: τα βουνά με υψόμετρο, η άπλετη πρασινάδα με κρύα ποτάμια και δύσβατα μονοπάτια, η άγρια θάλασσα με δυνατούς ανέμους, ρεύματα και κύματα. Είναι το λευκό, καλοκαιρινό φως και συνάμα ο άγριος κι επιθετικός χειμώνας. Με παρόμοιο τρόπο αντιλαμβάνομαι και την κοινωνία της: επιθετικά απρόσιτη κι επιφυλακτική, αλλά ταυτόχρονα δεκτική στο να πέσει λευκό φως στα βαθιά ριζωμένα προβλήματά της.
Η πλειονότητα των περιστατικών που παρακολουθώ σε ατομικό επίπεδο αναφέρουν ως πρωταρχικό αίτημα τη διαχείριση άγχους ή καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Έχω εξετάσει, επίσης, πληθώρα αιτημάτων από γονείς που χρειάζονται συμβουλευτική για τη διαχείριση των παιδιών τους, είτε λόγω της παρουσίας αναπτυξιακής διαταραχής ή μαθησιακών δυσκολιών, είτε λόγω άγχους από πλευράς των γονέων για την πιθανότητα να έχει κάτι το παιδί τους. Όχι λίγα είναι και περιστατικά βαρύτερης παθολογίας, με παρελθόν λεκτικής και σωματικής βίας, κακοποίησης, καθώς και μετανάστευσης – υπό αντίξοες συνθήκες.
Ωστόσο, το βαθύτερο πρόβλημα των περισσότερων, το οποίο ολοένα και ξεδιπλώνεται στην πορεία της θεραπείας, έχει να κάνει με ένα κυρίαρχο κεφάλαιο της ζωής τους: την οικογενειοκρατία και τη συνεπαγόμενη σχέση τους με την προηγούμενη γενιά, αυτήν των γονέων τους.
Πρόκειται για μια κοινωνία με μεγάλη ναυτική παράδοση, όπου οι άντρες ήταν απόντες και συνέβαλαν κατά βάση οικονομικά, ενώ οι γυναίκες έμεναν πίσω να φροντίσουν το σπίτι, επωμιζόμενες όλες τις ευθύνες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με άλλους ιστορικούς παράγοντες, είχε δημιουργήσει μια δυναμική εξουσίας από πλευράς των γονέων προς τα παιδιά τους, με αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, αλλά και υποχρεώσεων ως προς την εικόνα που βγαίνει προς την κοινωνία.
Η βία και η καταπίεση από πλευράς των πατεράδων ήταν σύνηθες φαινόμενο για πολλά από τα περιστατικά γυναικών που παρακολουθώ, αλλά ακόμη πιο συνήθη είναι τα προβλήματα που προκύπτουν από τη βαθιά χειριστική συμπεριφορά των μανάδων, τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Μέσα στην ψυχή των γηγενών θεραπευομένων υπάρχει ριζωμένος ένας ανεπεξέργαστος θυμός, ο οποίος έχει καλλιεργηθεί σταδιακά και σταθερά λόγω της παρεμβατικότητας των μανάδων τους στις ζωές τους, της απολυτότητας και των δύο γονέων στο πώς οι ίδιοι πρέπει να ζήσουν, αλλά και της συνεχούς υπενθύμισης ότι, πάνω απ’ όλα, κυριαρχεί η πυρηνική οικογένεια. Η γονεϊκή στέγη λειτουργεί σαν μαγνήτης, που τραβά τα παιδιά και τα κρατά δεμένα, σχεδόν ενωμένα σώμα με σώμα, μη επιτρέποντας να ξεμακρύνουν, προκειμένου να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα.
Η αγάπη προς την οικογένεια φαντάζει να φορολογείται, αλλά να μην ξεχρεώνεται ποτέ. Και ο φόρος ολοένα και αυξάνεται, όσο τα παιδιά τολμούν να απομακρυνθούν και να χτίσουν τις δικές τους βάσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια σοβαρών ζητημάτων προσωπικότητας, καθώς μέσα τους κατοικοεδρεύει μια έντονη αμφιθυμία – από τη μια προσπαθούν να απαλλαγούν από τα οικογενειακά δεσμά κι από την άλλη έχουν μάθει να διαιωνίζουν τις νοοτροπίες που κληρονόμησαν από την προηγούμενη γενιά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μόνιμο καθήκον του φαίνεσθαι και της έγνοιας για το τι θα πει ο κόσμος, προκαλεί θυμό, στενοχώρια, προβλήματα προσδιορισμού της ατομικότητας και έντονη δυσκολία οριοθέτησης, τόσο του εαυτού όσο και της πυρηνικής οικογένειας. Η οριοθέτηση, ειδικότερα, δοκιμάζεται διαρκώς λόγω της υφέρπουσας ή και εμφανούς εχθρικότητας των γονέων παλαιότερης γενιάς προς τους συντρόφους που έχουν επιλέξει τα παιδιά τους, ειδικά αν κατάγονται από άλλα μέρη της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Τα ζητήματα αυτά επηρεάζουν, αναπόφευκτα, τη σχέση των ανθρώπων με τον/τη σύντροφο και τα παιδιά τους, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο διαιώνισης των δυσλειτουργικών τρόπων σκέψης και σύνδεσης που δυσκόλευαν και τους ίδιους σε όλη τους τη ζωή.
Η συνεπαγόμενη κούραση γίνεται εμφανής στις συνεδρίες, ειδικότερα σε ανθρώπους που υφίστανται επιπρόσθετη εσωτερική και γονεϊκή καταπίεση στο να διατηρήσουν με την προς τα έξω εικόνα τους μια κοινωνική αίγλη που κάποτε κυριαρχούσε και λειτουργούσε ως πηγή αυτοπροσδιορισμού για τους κατοίκους, ωστόσο πλέον φαίνεται να έχει χάσει την αρχική της δύναμη με το πέρασμα των γενεών. Τα διαφορετικά αυτά πρόσωπα της κοινωνίας και η ατελείωτη επίδραση της οικογένειας αποτελούν ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια που πρέπει να αποκωδικοποιηθούν, καθώς και μία από τις μεγαλύτερες ανάγκες των θεραπευομένων να εκφράσουν και να επεξεργαστούν.
Όσο πλησιάζουν οι καλοκαιρινοί μήνες, το τοπίο των αιτημάτων αλλάζει, σχεδόν στερεύει. Ο αυξημένος φόρτος εργασίας, λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με τον τουρισμό και την εστίαση, δημιουργεί άγχη πρακτικής φύσης, όπως το να διαχειριστούν τις εργασιακές τους υποχρεώσεις σε συνδυασμό με τις οικογενειακές. Η επαφή με τον θεραπευτή χάνεται, τα ζητήματα που είχαν ανοιχτεί μειώνονται, έστω επιφανειακά, καθώς τρέχουν πιο επείγουσες και λειτουργικές ευθύνες. Παρά, όμως, την περιστασιακή απουσία τους, οι περισσότεροι θεραπευόμενοι επιστρέφουν όσο μπαίνει το φθινόπωρο. Η έλευση του χειμώνα σηματοδοτεί και την εσωστρέφεια της κοινωνίας. Το αίσθημα της συσσωρευμένης κούρασης από το καλοκαίρι επεκτείνεται σε αίσθημα κούρασης από τη συνεχή τριβή με την οικογένεια. Παρά την ψυχική δυσκολία που προκαλείται, το γεγονός αυτό φέρνει στους θεραπευόμενους την ευκαιρία να αναπροσδιορίσουν τους στόχους τους και να στρέψουν την προσοχή και πάλι στις δικές τους ανάγκες.
Η καραντίνα του προηγούμενου έτους, λόγω της πανδημίας, δημιούργησε ένα μεγάλο κενό στην εικόνα μου για τη μεταβατική αυτή περίοδο, καθώς ξεκίνησα τη θεραπευτική μου σχέση με όλους τους ανθρώπους που ανέλαβα διαδικτυακά. Η αμφίπλευρη-πολύμηνη έλλειψη κατ’ ιδίαν επαφής, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας την προαναφερθείσα δυσκολία πολλών να συνδεθούν, πόσο μάλλον με ένα άγνωστο άτομο, μέσα από την οθόνη του κινητού τους. Ωστόσο, οι συνεδρίες συνεχίζονταν, η τυπικότητα από πλευράς των θεραπευομένων ήταν εμφανέστατη, και η εγκατάσταση θεραπευτικής σχέσης επετεύχθη με τους περισσότερους. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα αποτελεί μια ατράνταχτη απόδειξη της προόδου που έχει σημειώσει η κοινωνία του νησιού αυτού σχετικά με την αποδοχή του θεσμού της κοινοτικής ψυχιατρικής.
Η πολυετής προσπάθεια των κινητών μονάδων να εισαγάγουν τη νοοτροπία της ψυχικής βοήθειας, η εκστρατεία καταπολέμησης του στίγματος και οι κοινοτικές παρεμβάσεις των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, όλα φάνηκαν ξεκάθαρα στη στάση των θεραπευομένων απέναντι στον κόλαφο της απόστασης εν μέσω πανδημίας. Η επένδυσή τους στη θεραπευτική σχέση ήταν και είναι συγκινητική, κάτι που έγινε σαφές στο «τεχνολογικό πέρασμα». Παρά τα αρχικά εμπόδια που συνάδελφοι πολύ πριν από μένα έχουν περιγράψει, το στίγμα προς τον ειδικό ψυχικής υγείας φαίνεται να μειώνεται σε βαθμό σχεδόν μηδενικό. Η προσέλευση των ανθρώπων στο κέντρο υγείας για να κάνουν συνεδρίες πλέον δεν αποτελεί πηγή κριτικής ή κοινωνικής κατακραυγής, τα αιτήματα ολοένα και αυξάνονται. Σε μια κοινωνία με διαχρονικές επιφυλάξεις και αντιστάσεις, η κοινοτική ψυχιατρική και η εφαρμογή της από ικανότατες ομάδες επαγγελματιών έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα, αναπλαισιώνοντας έτσι την έννοιά του: από κοινωνικό σε θεραπευτικό.
Η εν λόγω διαπίστωση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη δική μου προσωπική ενασχόληση με την κοινοτική ψυχιατρική, και την ψυχολογία ως επιστημονικό κλάδο. Ξεκίνησα το ταξίδι αυτό θέλοντας να γνωρίσω έναν διαφορετικό τόπο και τις ανάγκες του, να δω πώς ανταποκρίνομαι σε αυτές, να εμπλουτίσω τις επαγγελματικές μου γνώσεις μέσα από τα περιστατικά που αναλαμβάνω και την επαφή μου με αξιόλογους συναδέλφους. Οι λόγοι που σήμερα συνεχίζω είναι όλα τα παραπάνω, αλλά και πολύ πιο βαθείς: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή από αυτήν της εμπιστοσύνης, της προθυμίας των ανθρώπων να κουβαλήσουν το τραυματικό τους παρελθόν και να το εναποθέσουν στα χέρια σου, για να μοιραστούν τον πόνο τους και να μπορέσουν να το αγγίξουν και οι ίδιοι. Η δεκτικότητα τόσο πολλών ανθρώπων να επενδύσουν στη θεραπευτική σχέση, να αφήσουν στην άκρη τις κοινωνικές προκαταλήψεις και να διαχωριστούν από στερεοτυπικά μοτίβα, αποτελεί για τον επαγγελματία ψυχικής υγείας μεγάλο, ουσιαστικό κίνητρο και πηγή θέλησης να συμβάλει στην εκπλήρωση του δικού του ρόλου με στόχο την προσωπική τους εξέλιξη.
*Η Κατερίνα Γιαννακοπούλου είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, MSc, στην Κινητή Μονάδα Άνδρου της ΕΠΑΨΥ, ειδικευόμενη γνωσιακή ψυχοθεραπεύτρια, Αιγινήτειο Νοσοκομείο.