Για το Κέντρο Ημέρας Αμαρουσίου καλέστε εδώ
Για το Κέντρο Ημέρας Άνοιας Λάρισας καλέστε εδώ
Για τις Κινητές Μονάδες ΒΑ και Δ Κυκλάδων καλέστε εδώ
Για το πρόγραμμα υποστήριξης προσφύγων καλέστε εδώ
Previous
Next
Έμφυλη βία στον κυβερνοχώρο

«Έμφυλη βία στον κυβερνοχώρο: Το φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας και η ανάγκη προστασίας των εφήβων»: Άρθρο της Κ. Ζερβάκη στη Free Sunday (16/01/2022)

Τους τελευταίους μήνες, με αφορμή περιστατικά στα οποία εμπλέκονται δημόσια πρόσωπα, έχει ανοίξει η δημόσια συζήτηση σχετικά με το φαινόμενο της έμφυλης βίας στον κυβερνοχώρο και, ειδικότερα, της εκδικητικής πορνογραφίας (revenge porn). Το εν λόγω φαινόμενο λαμβάνει παγκοσμίως ανησυχητικές διαστάσεις, με τον αριθμό των αναφερόμενων περιπτώσεων να έχει σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια, με σημαντικά συχνότερη τη θυματοποίηση των γυναικών από άνδρες, αλλά και άλλων ευάλωτων ομάδων (ΛΟΑΤΚΙ+).

Η εκδικητική πορνογραφία αφορά τη διαρροή, συνήθως στο διαδίκτυο, σεξουαλικού υλικού, οπτικοποιημένου ή άλλης μορφής, από κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων εμπλεκόμενων ατόμων. Σημαντικό είναι να σημειωθεί πως ουσιαστικά δεν πρόκειται για συμβατική «πορνογραφία», καθώς δεν αφορά υλικό σεξουαλικού περιεχομένου που οπτικοποιήθηκε και δημοσιοποιήθηκε συναινετικά από τους εμπλεκόμενους. Αντίθετα, καθώς απουσιάζει το στοιχείο της συναίνεσης, πρόκειται για μια μορφή ηλεκτρονικού εγκλήματος και σοβαρής σεξουαλικής κακοποίησης και παραβίασης των προσωπικών δεδομένων των θυμάτων. Η σεξουαλικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται τιμωρητικά, ως εργαλείο ελέγχου, διασυρμού και επιβολής εξουσίας πάνω στα θύματα με στόχο την ταπείνωσή τους και την κοινωνική περιθωριοποίησή τους.

Ιδιαίτερα ευάλωτοι στην πιθανότητα να πέσουν θύματα εκδικητικής πορνογραφίας είναι οι έφηβοι και ειδικότερα τα νεαρά κορίτσια. Οι περιπτώσεις δημοσιοποίησης υλικού εκδικητικής πορνογραφίας σε αυτή την ηλικία δεν συμβαίνουν μεταξύ αγνώστων αλλά κυρίως μεταξύ πρώην συντρόφων, ως αντίποινα όταν η σχέση τελειώνει, αλλά και επειδή ο θύτης θέλει να κάνει επίδειξη των σεξουαλικών κατακτήσεων και επιδόσεών του. Η πρόωρη σεξουαλικοποίηση των συμπεριφορών των εφήβων που παρατηρείται σε αυξανόμενο βαθμό τα τελευταία χρόνια ‒η οποία υπαγορεύεται και υποδαυλίζεται από τα τρέχοντα πρότυπα, όπως αυτά βομβαρδίζουν τους εφήβους στα social media‒, καθώς και η αυξημένη και συχνά ανεξέλεγκτη πρόσβαση των εφήβων στο διαδίκτυο μέσω κινητών και άλλων συσκευών, αποτελούν τους δύο βασικούς επιβαρυντικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην αύξηση τέτοιων φαινομένων. Στην εφηβεία οι νέοι, που ακόμα διαμορφώνουν την ταυτότητά τους και την εικόνα του εαυτού τους, επιδιώκουν να φαίνονται μεγαλύτεροι, πιο «μάγκες» και πιο «ενήλικοι» και δυστυχώς η εμπλοκή σε παρακινδυνευμένες σεξουαλικές συμπεριφορές ως μέσο αποδοχής από τους συνομηλίκους αποτελεί κάτι σύνηθες σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες.

Οι περιπτώσεις όπου τα θύματα βρίσκουν το θάρρος να καταγγείλουν επίσημα την κακοποίηση είναι ελάχιστες, με τις περισσότερες να μένουν στην αφάνεια, αφού τα θύματα φοβούνται πως θα στιγματιστούν.

Συχνά η ίδια η διαδικασία της επίσημης καταγγελίας του περιστατικού αποτελεί μια συνθήκη όπου το θύμα επανατραυματίζεται ψυχολογικά, αφηγούμενο και αναβιώνοντας την εμπειρία του, καλούμενο να μοιραστεί ευαίσθητες προσωπικές πληροφορίες με εκπροσώπους των αρχών, που ενδεχομένως να μη διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση ώστε να προσεγγίσουν το ζήτημα με διακριτικότητα και ευαισθησία.

Παράλληλα, για τους εφήβους, και ειδικότερα για τα νεαρά κορίτσια, οι λόγοι που δεν καταγγέλλουν την κακοποίηση είναι η ντροπή που θα βιώσουν από την αποκάλυψη του περιστατικού, ο φόβος πως θα διαπομπευτούν και θα κατηγορηθούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο πως «τα ήθελαν», η ταπείνωση και ο στιγματισμός τους ως ατόμων με χαλαρά ήθη, φόβος που συντηρείται και ενισχύεται από τις κυρίαρχες πατριαρχικές και συντηρητικές κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τον ρόλο και την προσδοκώμενη ηθική συμπεριφορά των γυναικών (victim blaming).

Δεν είναι επίσης σπάνιο τα παιδιά που πέφτουν θύματα εκδικητικής πορνογραφίας να είναι ή να έχουν υπάρξει και σιωπηλά θύματα άλλων μορφών βίας, ενδοσχολικά ή και ψηφιακά, με αποτέλεσμα να μην επικοινωνούν το περιστατικό της εκδικητικής πορνογραφίας από φόβο πως αυτό θα επιβαρύνει κι άλλο τη θέση τους και θα κάνει χειρότερη τη συνθήκη του σχολικού ή διαδικτυακού εκφοβισμού που ήδη βιώνουν.

Επιπρόσθετα, οι έφηβοι αποσιωπούν τα περιστατικά αυτά από φόβο πως, όταν γίνουν γνωστά στην οικογένειά τους, θα συγκρουστούν και θα τιμωρηθούν από τους γονείς τους.

Στις περισσότερες περιπτώσεις κοινός παρονομαστής για τα θύματα είναι η αίσθηση απώλειας ελέγχου και παραβίασης της ιδιωτικότητάς τους, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, κυρίως στους ερωτικούς συντρόφους, η αυτοενοχοποίηση και αυτοτιμωρία. Ειδικότερα για τους εφήβους, που διανύουν ένα αναπτυξιακά ευάλωτο στάδιο ζωής ή ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες ψυχοκοινωνικής φύσεως, ο αντίκτυπος ενός συμβάντος εκδικητικής πορνογραφίας στην ψυχική τους ισορροπία μπορεί να είναι συντριπτικός, οδηγώντας σε ψυχική αποσταθεροποίηση, κοινωνική απόσυρση, αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης, ακόμα και σε συμπεριφορές αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα, όπως η κατάχρηση ουσιών ή η αυτοκτονία.

Απαραίτητη για την προστασία των εφήβων είναι η παροχή κατανοητής και σαφούς ενημέρωσης στο πλαίσιο του σχολείου, μέσα από προγράμματα σεξουαλικής αγωγής σχετικά με τους κινδύνους της ψηφιακής σεξουαλικότητας και της έκθεσης των προσωπικών τους στιγμών στα social media. Στόχος θα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της αίσθησης ελέγχου και αυτοδιάθεσης των εφήβων, η ενίσχυση της κριτικής τους ικανότητας και της ικανότητας να λένε «όχι» όταν υφίστανται πίεση από σεξουαλικούς παρτενέρ σχετικά με το να προβούν σε ενέργειες που οι ίδιοι δεν επιθυμούν, όπως το sexting ή η βιντεοσκόπηση ευαίσθητων προσωπικών στιγμών τους. Παράλληλα, σημαντική είναι και η παροχή σαφούς ενημέρωσης σχετικά με τις νομικές συνέπειες τέτοιων συμπεριφορών, ώστε να αποθαρρυνθούν πιθανοί δράστες, αλλά και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις υπηρεσίες στις οποίες μπορούν οι έφηβοι να απευθυνθούν για ενημέρωση, νομική καθοδήγηση και ψυχολογική υποστήριξη.

Εξαιρετικά σημαντική είναι επίσης η καθοδηγητική και μη επικριτική στάση των γονέων, ώστε να μπορούν οι έφηβοι να νιώσουν ασφάλεια και αποδοχή και να μοιραστούν μαζί τους απορίες και προβληματισμούς σχετικά με ζητήματα σεξουαλικής φύσεως, αλλά και να επικοινωνήσουν εγκαίρως στους οικείους τους περιπτώσεις όπου μπορεί να υφίστανται σεξουαλικό εκφοβισμό. Όσον αφορά τους εφήβους που έχουν ήδη υπάρξει θύματα περιστατικών εκδικητικής πορνογραφίας, βοηθητική είναι η ενδυνάμωσή τους μέσα από το μοίρασμα και τη νοηματοδότηση αυτών των εμπειριών σε ασφαλές πλαίσιο, καθώς και η λήψη υποστήριξης από ειδικούς ψυχικής υγείας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Χρήσιμα τηλέφωνα:

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188

Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων: 24ωρη γραμμή υποστήριξης 15900

Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας: 2152151011

*H Κωνσταντίνα Ζερβάκη είναι κοινωνική λειτουργός, ΜΑ, επ. υπεύθυνη της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης Εφήβων της ΕΠΑΨΥ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο
This site is registered on wpml.org as a development site.