Με τις φυσικές καταστροφές ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απρόβλεπτη παντοδυναμία της φύσης που μας κάνει να αισθανόμαστε πολύ μικροί και ανήμποροι απέναντι της.
Μπροστά στο ανοίκειο και ταυτόχρονα οικείο της ανθρώπινης κακίας και της βαρβαρότητας ορισμένες φορές μένουμε ανυπεράσπιστοι γιατί η φρίκη των πράξεων παγώνει τη σκέψη και την ικανότητα νοηματοδότησης των γεγονότων.
Τι είναι αυτό που συνδέει ως αόρατο νήμα τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, την αδιαφορία μπροστά στο βασανιστικό θάνατο ενός 8χρονου κοριτσιού Ρομά, την τραγική συνάντηση του ελεγκτή εισιτηρίων με τον άτυχο νεαρό επιβάτη του τρόλεϊ, τα απανθρακωμένα πτώματα των μεταναστών στη Δαδιά, τον μαζικό πνιγμό κατατρεγμένων στην Πύλο, τη δολοφονία φτωχοδιάβολων από αστυνομικά πυρά και το έγκλημα στον Πειραιά;
Η απανθρωποποίηση, το έλλειμμα ενσυναίσθησης,
ένα αδιαφοροποίητο μείγμα θυμού, μίσους και αδιαφορίας για την ύπαρξη του άλλου, η επικράτηση πρωτόγονων και ακατέργαστων ψυχικών αμυνών επιβίωσης, η παθολογία των κοινωνικών δεσμών, η τεράστια έλλειψη κοινωνικού περιέκτη αυτής της παθολογίας, μέσα από μια διεργασία πολιτισμού και αλληλεγγύης.
Η περιγραφή της συνάντησης της ατομικής ψυχοπαθολογίας με την κοινωνική ομάδα θα ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικό να περιοριστεί στην ανάλυση
διαστροφικών, αντικοινωνικών, ψυχωτικών προσωπικοτήτων ή ατόμων με κακοήθη ναρκισσισμό αλλά μας οδηγεί στο να εξετάσουμε τη μεγάλη εικόνα των αναπαραστάσεων των κοινωνικών δεσμών στη μετανεωτερική εποχή μας.
Η σχέση με τον Άλλο γίνεται ιδιαίτερα ρευστή, χρηστική, επιδερμική, ένα παιχνίδι επένδυσης στην εικόνα και το “φαίνεσθαι» απέναντι στο “είναι”, μια κοινωνική δυστοπία η οποία δεν μπορεί να διασφαλίσει τη στήριξη ενός εύθραυστου ψυχισμού απέναντι στην απουσία ελπίδας, στο κενό, στο έλλειμμα νοήματος, στον λυσσαλέο αγώνα για την επιβίωση μέσω βίαιων εκφορτίσεων.
Η αναπαραγωγή της βίας μπορεί να είναι είτε απάντηση απέναντι σε επικείμενη απώλεια, σε έναν κίνδυνο ψυχικής κατάρρευσης, είτε μια εύκολη μετάθεση του θυμού, του αδιεξόδου, του βιώματος αδικίας από έναν εξωτερικό εχθρό, ο οποίος καθίσταται εφήμερος αποδιοπομπαίος τράγος που προσφέρεται ασυνείδητα για να συγκαλύψει την ανικανότητα επεξεργασίας των οδυνηρών βιωμάτων.
Η έλλειψη ενός συνεκτικού οράματος, μιας μεγάλης αφήγησης, η οικονομική κρίση, οι κοινωνικές ανισότητες, η κλιματική αλλαγή και η βαριά ελαφρότητα του ψηφιακού κόσμου αδυνατίζουν την επένδυση στον Άλλο, στο δεσμό, και καθιστούν εύκολη τη διολίσθηση σε μια βίαιη πράξη ως ασυνείδητο μήνυμα που μέσα από πρωτόγονες άμυνες απευθύνεται στην απρόσωπη εξουσία.
Μια καθοριστική διάκριση είναι αναγκαία: Οι αποδέκτες αυτών των πρωτόγονων αρχαϊκών μηχανισμών είναι οι “κάτω”, οι ευάλωτοι, αυτοί που έχουν πολύ χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ, οι διαφορετικοί, όσοι μολύνουν το “ιδεώδες” της καθαρότητας – είτε πρόκειται για φυλή, είτε για έθνος και πραγματική ή φαντασιακή κοινωνική ομάδα.
Σε αυτούς προβάλλονται άκριτα οι μύθοι, οι προκαταλήψεις, η τοξικότητα, η ενόρμηση επικυριαρχίας, τα καταδιωκτικά άγχη, η σαδιστική ευχαρίστηση της καταστροφικότητας χωρίς ενοχή.
Ποιο είναι το βασικό διακύβευμα στις μέρες μας; Η κατάκτηση της “κανονικότητας” μέσα από μια διαδικασία εγωκεντρισμού και ιδιοτέλειας; Η αντιμετώπιση του υπαρξιακού κενού και του ελλείμματος νοήματος μέσα από τον πολλαπλασιασμό μιας ελκυστικής εικόνας ψευδούς εαυτού; Η η δύσκολη και επίμονη αναζήτησή στέρεων κοινωνικών δεσμών, ανθεκτικών επενδύσεων για να ξαναγίνουμε κοινότητα;
Πρέπει να φανταστούμε, να δημιουργήσουμε με ευρηματικό τρόπο νέους κοινωνικούς περιέκτες, δυνητικούς και πραγματικούς χώρους επεξεργασίας και επανεπένδυσης στους ρευστούς κοινωνικούς δεσμούς που διαλύονται.
Όχι, δεν έχουμε τρελαθεί. Η κοινωνική δυστοπία που βιώνουμε συνδέεται άρρηκτα με την ανικανότητα αυθεντικής επαφής με τον Άλλο εφόσον δεν μας προσφέρει άμεση ικανοποίηση. Ίσως η απόσταση από τον Άλλο ως υποκείμενο για την προστασία του ψευδούς εαυτού μας να είναι χειρότερη από τρέλα.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο