Οι ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η κατάθλιψη, φαίνεται πως έχουν υψηλότερο επιπολασμό στις γυναίκες. Πάρα ταύτα, το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι το «αδύναμο φύλο», αντιθέτως συντρέχουν οικογενειακοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες. Ενίοτε αυτοί οι τρεις τομείς είναι δυνατό να εμπλέκονται μεταξύ τους, σε βαθμό που καθιστά αδύνατο, ίσως και ανούσιο να τους εξετάσουμε έναν έναν χωριστά. Η πραγματικότητα παγκοσμίως, είναι ότι οι γυναίκες από την αρχή ως το τέλος της ζωής τους τυγχάνουν άνισης μεταχείρισης.
Αρχικά, εντοπίζονται μεγάλες διαφορές στην ανατροφή κοριτσιών και αγοριών. Οι μητέρες ταυτιζόμενες με τις κόρες τους, τις διδάσκουν να αναγνωρίζουν και να βιώνουν τα συναισθήματα των άλλων σαν να είναι δικά τους. Στη συνέχεια τα κορίτσια μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι κάποτε θα δημιουργήσουν σχέσεις με αμοιβαία ενσυναίσθηση, προσδοκία που τελικά σπανίως εκπληρώνεται. Αυτή η ματαίωση συσχετίζεται ισχυρά με την εμφάνιση της κατάθλιψης στις γυναίκες. Τα αγόρια από την άλλη, ενθαρρύνονται από νωρίς να είναι ανεξάρτητα και αυτόνομα και έτσι τα καταφέρνουν καλύτερα στην εξισορρόπηση της εγγύτητας με την μητέρα προκειμένου να κατορθώσουν την διαφοροποίησή τους και την δημιουργία της ταυτότητάς τους (Zissi, 2022).
Επιπλέον, είναι ευρέως γνωστό ότι οι ανασφαλείς δεσμοί κατά την παιδική ηλικία, ενοχοποιούνται για υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και αγχώδους νεύρωσης. Όσων αφορά όμως στα κορίτσια, προστίθεται και η εκμάθηση, μέσω των γονεϊκών προτύπων, της πλήρους εξάρτησης από την γνώμη και την αποδοχή των άλλων με αποτέλεσμα την αναζήτηση σχέσεων εξαρτητικού χαρακτήρα και την υποτακτική σύνδεση. Έτσι, καταλήγουν ενήλικες γυναίκες οι οποίες δεν αγαπιούνται για «αυτό που είναι», αλλά για το πόσο καλά ανταποκρίνονται στις συναισθηματικές -και όχι μόνο- ανάγκες του περιβάλλοντός τους. Αυτή η κατάσταση συνεπάγεται, καταπίεση των συναισθημάτων τους και της κρίσης τους και επομένως αύξηση του αισθήματος απαξίωσης και απόγνωσης (Jack & Dill, 1992).
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που ξεκινά από την παιδική ηλικία, είναι η κακοποίηση, η οποία απαντάται 2 με 3 φορές συχνότερα στα κορίτσια. Τα θύματα αυτά είναι πολύ πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό, ακόμη και διαταραχές σχετιζόμενες με την πρόσληψη τροφής ή κατάχρησης ουσιών. Στην ενήλικη ζωή τους επίσης, αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες να συνάψουν κακοποιητικές σχέσεις και συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος, δημιουργώντας απογόνους που εκτίθενται στη βία.
Εκτός όμως από το πλαίσιο της πατρικής οικογένειας, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν κι άλλες δυσκολίες κατά τη δημιουργία της δικής τους οικογένειας. Οι σχέσεις και ο γάμος αποτελούν άλλη μια πρόκληση για το γυναικείο φύλο καθώς οι παντρεμένες γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά διαταραχών ψυχικής υγείας, συγκριτικά με το ανδρικό φύλο (Comacchio et al., 2022). Επιπλέον, η περίοδος της εγκυμοσύνης στη ζωή μιας γυναίκας αποτελεί την πλέον ευαίσθητη περίοδο, με τις ψυχικές διαταραχές να φτάνουν περιγγενητικά και κατά τη διάρκεια της λοχείας στο 16% και 20% αντιστοίχως. Οι μειωμένοι πόροι, η έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου, καθώς και η ενδοοικογενειακή βία αποτελούν τους κύριους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες αυτών των ποσοστών. Από αυτές τις γυναίκες λίγες λαμβάνουν τη σωστή διάγνωση και ακόμα λιγότερες τη σωστή θεραπεία (Comacchio et al., 2022).
Στους κοινωνικούς παράγοντες προστίθεται η ελλιπής εκπαίδευση. Είναι γεγονός ότι η εκπαίδευση δρα στις γυναίκες προστατευτικά από ποικίλα προβλήματα ψυχικής υγείας, αφενός μεν γιατί τα πανεπιστήμια αποτελούν ιδανικούς χώρους παρεμβάσεων πρόληψης, και αφετέρου, η καλή εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε μία καλή καριέρα η οποία συνεπάγεται μια καλύτερη ζωή. (Cermakova et al., 2020). Εντούτοις, συνολικά 129 εκατομμύρια κορίτσια δεν πηγαίνουν σχολείο, και μόνο το 49% των χωρών έχει επιτύχει ισότητα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (UNICEF, 2024).
Η εργασία αποτελεί άλλον έναν τομέα γεμάτο εμπόδια για τις γυναίκες. Καταρχάς, προσλαμβάνονται λιγότερο συχνά σε καλά αμειβόμενες θέσεις από ό,τι οι άντρες. Επιπλέον βιώνουν άνιση μεταχείριση στον εργασιακό τομέα, καθώς λαμβάνουν χαμηλότερη αμοιβή σε σχέση με τους άνδρες για την ίδια ακριβώς δουλειά και αντιμετωπίζουν περισσότερα περιστατικά υπονόμευσης και παρενόχλησης. Ακόμα και στην Ελλάδα, μόλις το 1981 ψηφίστηκε νόμος που επέβαλε ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα μισθολογικά, καθώς και ένα σύστημα κατά το οποίο έπρεπε ένα συγκεκριμένο ποσοστό θέσεων να καταλαμβάνεται υποχρεωτικά από γυναίκες (Μουσούρου, 1993:113).
Εν κατακλείδι, κατά την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας, εκτός από την γενετική προδιάθεση, κρίνεται σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψιν όλοι οι κοινωνικοί περιορισμοί και το περιβάλλον. Είναι λοιπόν σημαντικό οι παρεμβάσεις πρόληψης να είναι στοχευμένες στην ενδυνάμωση και στην κατανόηση του πλαισίου στο οποίο νοσεί μια γυναίκα.
Παραπομπές
Cermakova, P., Pikhart, H., Kubinova, R., Bobak, M. (2020). Education as Inefficient Resource against Depressive Symptoms in the Czech Republic: Cross-Sectional Analysis of the HAPIEE Study. European journal of public health, 30 (5), 948–952.
Comacchio, C., Antolini, G., Ruggeri, M., & Colizzi, M. (2022). Gender-Oriented Mental Health Prevention: A Reappraisal. International journal of environmental research and public health, 19 (3), 1493.
Jack, D. C., & Dill, D. (1992). The Silencing the Self Scale: Schemas of intimacy associated with depression in women. Psychology of Women Quarterly, 16 (1), 97-106.
Μουσούρου, Λ. (1993). Γυναίκα και Απασχόληση. Gutenberg, Αθήνα
UNICEF. Ανακτήθηκε από: https://www.unicef.org/education/girls-education
Zissi, A. (2022). Gender differences in mental health: theoretical approaches, empirical evidence and prospects. Psychology: The Journal of the Hellenic Psychological Society, 27(3), 144- 156.
Χριστίνα Βασιλειάδου, BSc Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νοσηλεύτρια Π.Ε. Οικοτροφείου ΕΠΑΨΥ Λαμίας